του Κώστα Μελά
Η μελέτη της ιστορίας της
δραχμής , επιτρέπει να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για τη διαχρονική συμπεριφορά του εθνικού μας νομίσματος σε σχέση με
το υπάρχον , κάθε εποχή , διεθνές νομισματικό σύστημα (ΔΝΣ) που ως καθεστώς επικρατούσε
σε διεθνές επίπεδο[1].
Η Ελλάδα , από τη στιγμή της
εμφανίσεως της ως κρατική οντότητα εντάχθηκε στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Πάντοτε , όπως το σύνολο των
υπαρχόντων κρατικών οντοτήτων , ακολούθησε τόσο τα ισχύοντα Διεθνή Εμπορικά
Καθεστώτα όσο και τα αντίστοιχα Διεθνή Νομισματικά - Συναλλαγματικά Καθεστώτα[2] . Τα μεν πρώτα , ως γνωστόν καθορίζουν το διεθνές θεσμικό
πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας ως
προς τις εμπορικές και κεφαλαιακές ροές μεταξύ
των χωρών που διατηρούν συναλλαγές , ενώ τα δεύτερα καθορίζουν την
αποθεματική βάση λειτουργίας του νομίσματος , την μετατρεψιμότητα του ως προς αυτή αλλά και το αν η τιμή
του νομίσματος θα πρέπει να
παραμένει σταθερή ή να κυμαίνεται σε σχέση με τα υπόλοιπα νομίσματα[3].
Το πρώτο νόμισμα του ελληνικού
κράτους , ο Φοίνικας (1828) εντάσσεται στο μεταλλικό καθεστώς του Αργύρου με
συγκεκριμένο περιεχόμενο σε καθαρό άργυρο (3,747 γρ. καθαρού αργύρου) . Στην
κυκλοφορία όμως δόθηκαν χάλκινα νομίσματα . Το 1831 (Ιούνιο) ανεστάλη η
εξαργύρωση των χάλκινων
νομισμάτων και κυκλοφόρησαν χαρτονομίσματα για να καλυφθούν οι δημοσιονομικές
ανάγκες του κράτους. Επομένως την περίοδο αυτή έχουμε την πρώτη αναγκαστική
κυκλοφορία του νομίσματος. Τον Φεβρουάριο του 1833, η νέα νομισματική μονάδα
του ελληνικού κράτους , η δραχμή εντάχθηκε στο διμεταλλικό νομισματικό καθεστώς
, όπου η βάση του ήταν τα δύο μέταλλα σε αναλογία 15,5 μερίδες αργύρου προς μια
μονάδα χρυσού.
Το 1848 (Απρίλιος) έχουμε μιαν
ακόμα αναγκαστική κυκλοφορία της δραχμής και αποχώρηση από το σύστημα του
διμεταλλισμού. Οι λόγοι μπορούν , αυτή την φορά , να αναζητηθούν στον πανικό
που δημιουργήθηκε στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια λόγω των δημοκρατικών
επαναστάσεων της ίδιας χρονιάς . Κυρίως επλήγησαν οι διεθνείς συναλλαγές δημιουργώντας
προβλήματα στα εξωτερικά ισοζύγια. Η δραχμή επανέρχεται στο διμεταλλισμό το
Δεκέμβριο του ίδιου έτους και παραμένει μέχρι το Δεκέμβριο του 1868 όπου πάλι
οι μεγάλες δημοσιονομικές ανάγκες του Κράτους , λόγω της επανάστασης της Κρήτης
, έσπρωξαν τη δραχμή έξω από τη μετατρεψιμότητα.
Τον Ιούλιο του 1870 η δραχμή
επανήλθε στη μετατρεψιμότητα σε μια προσπάθεια ένταξης στη Λατινική Νομισματική
Ένωση που είχε ιδρυθεί το 1865 και λόγω της κατάρρευσης του διμεταλλισμού.
Τον Ιούνιο του 1877 λόγω πάλι των μεγάλων
δημοσιονομικών ελλειμμάτων αναστέλλεται εκ νέου η μετατρεψιμότητα της δραχμής.
Τον Ιανουάριο του 1885 έγινε μια προσπάθεια να ενταχθεί η δραχμή στον Χρυσό
Κανόνα , ο οποίος είχε εξελιχθεί από το 1871 στο νέο ΔΝΣ. Η προσπάθεια απέτυχε
και το Σεπτέμβριο του 1885 επανήλθε η αναγκαστική κυκλοφορία του νομίσματος. Η
άρση της μετατρεψιμότητας ίσχυσε μέχρι το Μάρτιο του 1910 όταν η δραχμή εισήλθε
στον Κανόνα Χρυσού (ο οποίος εν τοις πράγμασι είχε μετατραπεί σε Κανόνα Χρυσού
– Συναλλάγματος), μέχρι και τον Αύγουστο του 1919 όταν αρχίζει η Μικρασιατική
περιπέτεια. Επανέρχεται στον Κανόνα Χρυσού τον Απρίλιο του 1928 για να τον
εγκαταλείψει τον Απρίλιο του 1932 .
Μετά την έξοδό της από τον Κανόνα Χρυσού η δραχμή υφίσταται σημαντική υποτίμηση
(από 293 δρχ /στερλίνα το Μάρτιο του 1932 , σε 609δρχ/στερλίνα το Δεκέμβριο του
ιδίου έτους).[4] Τον Ιούνιο του 1933 η δραχμή
εισέρχεται στη ομάδα των χωρών που τα νομίσματά τους διατηρούσαν άμεση σύνδεση
με το χρυσό (Gold Bloc). Το Σεπτέμβριο του 1936 εντάχθηκε στη ζώνη επιρροής της
στερλίνας. Από την έναρξη του Β’ΠΠ μέχρι και τον Απρίλιο του 1953 όπου η δραχμή
, μετά την δραστική υποτίμηση , εντάχθηκε στο ΔΝΣ του Bretton Woods[5] , είχαμε αλλεπάλληλες προσπάθειες
νομισματικής σταθερότητας αλλά ουσιαστικά ίσχυε το καθεστώς της αναγκαστικής
κυκλοφορίας.
Παρέμεινε
σ΄ αυτό μέχρι την ουσιαστική κατάργησή του το 1971 χωρίς, αφενός, να
αντιμετωπίσει σημαντικά προβλήματα και, αφετέρου, να υποχρεωθεί σε υποτίμηση
του νομίσματός της, όπως συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη βιβλιογραφία η
σταθερότητα της δραχμής σχολιάζεται χωρίς να διερευνώνται οι ειδικότερες
προϋποθέσεις που επέτρεψαν σε μια μικρή και περιφερειακή χώρα, όπως η Ελλάδα,
να διατηρήσει αλώβητο το νόμισμά της επί εικοσαετία.
Στη
συνέχεια και για περισσότερα από εικοσιπέντε χρόνια,(1973-1998) η Ελλάδα
επέλεξε να ακολουθήσει το σύστημα των κυμαινόμενων ισοτιμιών που
επικράτησε
διεθνώς, αποφεύγοντας να συμμετέχει στους συναλλαγματικούς
διακανονισμούς
των ευρωπαϊκών χωρών.
Παρά
την ελευθερία που παρείχε το σύστημα των κυμαινόμενων ισοτιμιών στην άσκηση
αυτόνομης νομισματικής πολιτικής, στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1980
σημειώθηκε σταδιακά μεταστροφή στην επικρατούσα αντίληψη ως προς τα πραγματικά
οφέλη από το εν λόγω σύστημα. Από το 1973 μέχρι το 1987 η δραχμή ακολούθησε
πολιτική μεγάλων διολισθήσεων επειδή ως στόχος της συναλλαγματικής πολιτικής
ήταν η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. Την
περίοδο αυτή η δραχμή υποτιμήθηκε δύο φορές , τον Ιανουάριο 1983 (κατά 16,0%)
και τον Οκτώβριο του 1985 (κατά 15,0%). Από το 1988 η ασκούμενη συναλλαγματική πολιτική
προσανατολίζεται στη μείωση του πληθωρισμού (σκληρή δραχμή) και της
δημοσιονομικής προσαρμογής. Στη
συνέχεια , η δραχμή μετά
από σύντομη παραμονή (Μάρτιος
1998 – Δεκέμβριος 1998) στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών
(Μ.Σ.Ι.) του
Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (Ε.Ν.Σ.) αφού προηγουμένως υποτιμήθηκε κατά
12,3% έναντι του ECU, και
στο νέο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (Ιανουάριος 1999 – Δεκέμβριος 2000)
εντάχθηκε το 2001 στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα , ευρώ.
Από την σύντομη αλλά περιέχουσα
σημαντικά στοιχεία αναφορά μπορούν να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα.
- Πάντοτε
υπήρχε η θέληση (αλλά και ο καταναγκασμός του Διεθνούς Καταμερισμού Εργασίας)
στις ελληνικές κυβερνήσεις να εντάξουν το νόμισμα στο ισχύον διεθνώς
νομισματικό καθεστώς. Αυτό γίνεται προφανώς λόγω της αποδοχής ότι η χώρα είναι
μέρος του διεθνούς συστήματος και συμμετέχει σε αυτό ενεργά . Συγχρόνως επειδή
επιζητούν νομισματική σταθερότητα όντως ενταγμένη η χώρα στο ΔΚΕ, και
δυνατότητα πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές . Οι ελληνικές κυβερνήσεις
κατανοούν ότι χωρίς την εισροή πόρων στην χώρα η ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται.
- Η
πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
ολοκλήρωση του ελληνικού κράτους καθώς και με τις διεθνείς εξελίξεις σε
γεωπολιτικό επίπεδο . Τα γεγονότα που συνδέονται με τα παραπάνω (πόλεμοι,
προετοιμασίες για πόλεμο, διεθνείς γεωπολιτικές αναταραχές, οικονομικές κρίσεις
κτλ) εξαναγκάζουν επανειλημμένα τις ελληνικές κυβερνήσεις να καταφύγουν σε
αναγκαστική κυκλοφορία του νομίσματος αρνούμενες την μετατρεψιμότητα . Ειδικά
αυτό συμβαίνει σε σχέση με τα λεγόμενα μεταλλικά καθεστώτα μέχρι και τον
Β’ΠΠ. Όμως οι περιοδικές
εγκαταλείψεις ακολουθούνται από αντίστοιχες επαναφορές . Τούτο
καταδεικνύει τη βασική πίστη των ελληνικών κυβερνήσεων ότι το εθνικό νόμισμα θα
πρέπει να βρίσκεται βασικά ενταγμένο στο ισχύον ΔΝΣ. Το ότι αυτό δεν
επιτυγχάνεται πάντοτε αποτελεί σημείο εμβάθυνσης και ουσιαστικής μελέτης του
γιατί συμβαίνει αυτό, κάτι που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στην παρούσα
εργασία.
- Η
μόνη περίοδος όπου η δραχμή δεν εμφανίζει εμφανή προβλήματα είναι η περίοδος Bretton Woods.
Βεβαίως η δραχμή δεν εμφανίζει προβλήματα αλλά η ελληνική οικονομία επιλύει
βασικά της προβλήματα με τρόπους μη ενδεδειγμένους , όπως πχ το πρόβλημα της
απασχόλησης που λύνεται με τη μαζική μετανάστευση.
- Η
περίοδος της υιοθέτησης των Ελεύθερα Κυμαινομένων Ισοτιμιών δείχνει περίτρανα ,
μέσω της συνεχούς διολίσθησης και των τριών υποτιμήσεων ότι το νόμισμα μια
μικρής οικονομίας είναι αρκετά δύσκολο να λειτουργήσει χωρίς την ύπαρξη μιας
νομισματικής άγκυρας που θα του προσφέρει η σχετική πρόσδεσή του σε κάποιο
ισχυρό νόμισμα ή καλάθι νομισμάτων.
- Επίσης
η είσοδος της δραχμής στο ενιαίο νόμισμα δείχνει τις χαρακτηριστικές δυσκολίες
που έχει να αντιμετωπίσει μια οικονομία όπως η ελληνική από τη στιγμή που δεν
μπορεί να εκτονώσει τις πιέσεις που δέχεται σε περιστασιακές διολισθήσεις του
νομίσματος της.
Από τα παραπάνω συνάγεται ένα
απλό συμπέρασμα: η Ελλάδα για να λειτουργήσει χρειάζεται μια πολιτική για το
νόμισμα που η βασική του κατεύθυνση πρέπει να είναι η σύνδεσή του με μια ισχυρή
νομισματική άγκυρα αλλά σε περιόδους ασφυξίας λόγω λαθών, συγκυριών ,
εξωτερικών γεγονότων να υπάρχει η δυνατότητα απαγκίστρωσης και προσαρμογής στα
νέα δεδομένα[6].
Συμπερασματικά η ενεργός νομισματική πολιτική θα
πρέπει να ανήκει στις χώρες. Η περίπτωση του ενιαίου νομίσματος ευρώ θα
μπορούσε να λειτουργήσει
μόνο με την προϋπόθεση της πολιτικής ενοποίησης., κάτι βεβαίως που είναι σχεδόν
αδύνατον .
[2] Bordo, M.D, The Gold Standard and
Related Regimes: Collective Essays, Studies in Macroeconomic History, Cambridge University Press 1999.
[3] Κ. Μελάς- Ι. Πολλάλης , Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές
Επιχειρήσεις , Παπαζήση 2005 . Ειδικά το Πρώτο μέρος
[4] Δράττομε της ευκαιρίας να σημειώσω ότι σε κάθε περίπτωση
αναγκαστικής κυκλοφορίας εξυπακούεται ότι η δραχμή υποτιμούταν.
[5] Η Ελλάδα συμμετείχε στις συνομιλίες που
πραγματοποιήθηκαν στο Bretton Woods για τη δημιουργία του νέου νομισματικού
συστήματος, ακολούθησε όμως το καθεστώς των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών
μόλις το 1953, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε μετά την αποχώρηση των
κατοχικών στρατευμάτων. Στην ελληνική αποστολή μετείχαν , εκτός από τον
Διοικητή της ΤτΕ Κυριάκο Βαρβαρέσο, ο Υπουργός Α. Αργυρόπουλος
, ο Αθανάσιος Σμπαρούνης, και ως τεχνικοί σύμβουλοι οι Α. Λοβέρδος και Α.
Παπανδρέου. Οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες αποτελούσαν μία από
τις συνιστώσες ρυθμίσεις του διεθνούς νομισματικού συστήματος του Bretton Woods
που εδραιώθηκε το 1944.
[6] Bordo,M and Schwartz, A The Specie Standard as a Contingent
Rule: Some Evidence for Core and Peripheral Countries 1880-1914, NBER , WP No
4860, 1994.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου