21 Φεβ 2016

2013-2023 : Mια χαμένη δεκαετία για την Ευρωζώνη;

Παναγιώτης Ρουμελιώτης

Οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου1 για την παγκόσμια οικονομία αναδεικνύουν την Ευρωζώ­νη ως το μοναδικό οι­κονομικό πόλο στον κό­σμο με αρνητικούς ρυθ­μούς ανάπτυξης.  Αντίθετα, η αμερικανική οικονομία θα συνεχίσει ν’ αναπτύσσεται με θετικούς ρυθμούς  ενώ η ανεργία μειώνεται σταδιακά. Θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης θα πετύχει και η Ιαπωνία κατά την ίδια περίοδο.

Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, η Ευρωζώνη εφάρμοσε, κάτω από την πίεση του σκληρού πυρήνα της (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Φινλανδία), μια πολιτική λιτότητας και αυστηρότερη νομισματική πολιτική, που δεν ευνοούν την αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας και παρεμποδίζουν τη μεγαλύτερη μεγέθυνση και της παγκόσμιας οικονομίας.
Συγκεκριμένα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην Ελλάδα και την Πορτογαλία και της τραπεζικής κρίσης στην Ιρλανδία και την Ισπανία, ο σκληρός πυρήνας της Ευρωζώνης πέτυχε την αυστηροποίηση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας. Έτσι το δημοσιο­νομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε απότομα στην Ευρωζώνη (από -6,2% το 2010 σε -3,6% το 2012), με αποτέλεσμα να επηρεαστεί πτωτικά η πραγματική οικονομία και να αυξηθεί η ανεργία. 
Αντίθετα, στις ΗΠΑ η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ήταν περισσότερο ελαστική (από -11,1% το 2010 σε -8,5% το 2012), κάτι που βοήθησε τη στήριξη της αμερικανικής οικονομίας, χωρίς ωστόσο να επιβαρυνθεί περισσότερο απ’ ό,τι στην Ευρώπη το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ. Ειδικότερα, ενώ το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη αυξήθηκε κατά 7,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2010 και 2012 (από 85,6% σε 92,9% αντίστοιχα), στις ΗΠΑ η αντίστοιχη αύξηση έφθασε τις 8,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κατά την ίδια περίοδο (από 98,2% σε 106,5% αντίστοιχα). Τα αποτελέσματα αυτά οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής ήταν μεγαλύτερος από εκείνον που είχε αρχικά υπολογίσει το ΔΝΤ για την Ευρώπη και τις αναπτυγμένες οικονομίες γενικότερα. Έτσι, 1 μονάδα του ΑΕΠ μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος επιφέρει 1,5 μονάδα μείωση του ΑΕΠ και όχι 0,5%, όπως είχε εκτιμηθεί.2
Επίσης, αποδείχτηκε λανθασμένη η εκτίμηση των καθηγητών του Ηarvard Carmen Reinhart και Kenneth Rogoff3 ότι, όταν το δημόσιο χρέος ξεπερνά το 90% ως ποσοστό του ΑΕΠ, προκαλείται ύφεση της τάξης του -0,1%. Μετά την κριτική που τους ασκήθηκε από δύο ερευνητές, οι ίδιοι οι καθηγητές αναγκάστηκαν να παραδεχτούν το λάθος τους και επισήμαναν ότι η επίπτωση από την αύξηση του δημόσιου χρέους περισσότερο από το 90% του ΑΕΠ περιορίζει τη διάμεση ανάπτυξη από 2,8% σε 1,8%.4
Το «κόστος» της λανθασμένης εκτίμησης
Λόγω της λανθασμένης αυτής εκτίμησης όσον αφορά στο δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή, τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής (Μνημόνια) των νότιων χωρών της Ευρωζώνης προκάλεσαν μεγαλύτερη ύφεση και ανεργία απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, όπως αναφέρει στην τελευταία έκθεσή του το ΔΝΤ για τη χώρα μας, η άνευ προηγουμένου –με βάση τη διεθνή εμπειρία– μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέχρι τα τέλη του 2013 προκάλεσε ήδη μία σοβαρή συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η ανεργία ξεπερνά σήμερα το 27% του ενεργού πληθυσμού και το δημόσιο χρέος σε ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθεί σημαντικά, παρά το «κούρεμα» του 2012 (170% το 2011, 156,9% το 2012 και 175% το 2013).5
Η πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας που εφαρμόστηκε μετά την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη δεν έπληξε μόνο τις περιφερεια­κές χώρες-μέλη της, αλλά και την ίδια τη Γερμανία, καθώς και άλλες χώρες-μέλη του σκληρού πυρήνα. Έτσι ο ρυθμός ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας προβλέπεται να περιοριστεί στο 0,6% το 2013, ενώ θα αυξηθεί μόλις κατά 1,5% το 2014. Η αρνητική αυτή εξέλιξη θα δυσκολέψει τη δυνατότητα του σκληρού πυρήνα να στηρίξει την περιφέρεια σε περίπτωση ανάγκης, όπως υποστηρίζει το ΔΝΤ. 
Πραγματικά, στην περίπτωση που χρειαστεί να εκπονηθούν νέα προγράμματα στήριξης για ευάλωτες χώρες της Ευρωζώνης, ο σκληρός πυρήνας αλλά και οι άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης που αντιμετω­πίζουν δημοσιονομικά προβλήματα (π.χ. Ιταλία Γαλλία, Ισπανία) δύσκολα θα υπονομεύσουν τη θέση τους στις διεθνείς αγορές προκειμένου να στηρίξουν οικονομικά τις ασθενέστερες χώρες, σε μια περίοδο μάλιστα που το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται επικίνδυνα στην Ευρωζώνη και η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε σοβαρή επιβράδυνση. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει κίνδυνος διάσπασης της Ευρωζώνης.
Κάτω από την πίεση της αντίδρασης της κοινής γνώμης των χωρών που πλήττονται από τη μεγάλη ύφεση και ανεργία, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία, αλλά και του ΔΝΤ, ο σκληρός πυρήνας της Ευρωζώνης φαίνεται να αποδέχεται τις προτάσεις εκείνων που προωθούν μια δημοσιονομική προσαρμογή σε μεγαλύτερο κατά δύο έτη χρονικό ορίζοντα. Έτσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να δώσει δύο επιπλέον έτη στη Γαλλία για να μειώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα στο 3%. Βεβαίως, για την υποχώρησή της αυτή θα απαιτήσει από τη Γαλλία δεσμεύσεις όσον αφορά στον εξορθολογισμό του συνταξιοδοτικού της συστήματος, μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και γενικότερα εντατικοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Είχε προηγηθεί αντίστοιχη απόφαση της Επιτροπής τόσο ­
για την Ισπανία όσο και για την Ελλάδα.6
Εξάλλου, η δυσαρέσκεια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης από τις πολιτικές λιτότητας της Ευρωζώνης απειλεί να δημιουργήσει σοβαρότερα κοινωνικά και πολιτικά ρήγματα, με απρόβλεπτες συνέπειες όσον αφορά στη σταθερή διακυβέρνηση διαφόρων χωρών-μελών της. Πρόσφατα, στο πλαίσιο της συνάντησης των επτά χωρών με τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου (G-7) στο Aylsbury του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗB) στις 10 Μαΐου 2013, οι χώρες που πρεσβεύουν τη δημοσιο­νομική ορθοδοξία (Γερμανία, Καναδάς και ΗΒ) παραδέχτηκαν, κάτω από την πίεση των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Ιταλίας, ότι απαιτείται μία επανεξισορρόπηση μεταξύ των πολιτικών της ανάκαμψης και της δημοσιονομικής εξυγίανσης. 
Συγκεκριμένα, οι χώρες του G-7 θα εστιάσουν τη δημοσιονομική εξυγίαν­ση στον περιορισμό των διορθωτικών ελλειμμάτων και όχι στην ονομαστική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Στο πλαίσιο αυτό, οι χώρες του G-7 συμφώνησαν επίσης να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους για την πάταξη της παγκόσμιας φοροδιαφυγής, με την υιοθέτηση πολυμερών κανόνων αυτό­ματης ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ ­φορολογικών Αρχών και τραπεζών.
Ανακεφαλαιοποίηση και εισοδηματική πολιτική
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα διευκολύνει τις τράπεζες να στηρίξουν την πραγματική οικονομία, ενώ θα προωθήσει το νέο νομικό πλαίσιο για ν’ αποφεύγεται η δημιουργία μεγάλων τραπεζών, που καθιστούν το συστημικό ρίσκο υπερβολικό σε περίπτωση πτώχευσής τους. Ταυτόχρονα, το πλαίσιο αυτό θα προστατεύσει τους φορολογούμενους από την πτώχευση τραπεζών.
Αλλά επιβάλλεται επίσης οι χώρες με τις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία, ν’ ακολουθήσουν περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική ώστε να βοηθήσουν τα υπόλοιπα μέλη ν’ ανακάμψουν μέσω των εξαγωγών τους, παράλληλα με την προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί ευκολότερα αν υπήρχε μια πολιτική ένωση στην Ευρωζώνη και οι οικονομικές και δημοσιονομικές αποφάσεις λαμβάνονταν σε υπερεθνικό επίπεδο και όχι σε διακυβερνητικό, όπως σήμερα. Η Γερμανία δεν θα ήταν αντίθετη στο ενδεχόμενο αυτό, εφόσον έτσι θα ελέγχει καλύτερα την οικονομική πολιτική των υπόλοιπων χωρών. Η Γαλλία όμως δύσκολα θα αποφάσιζε να εκχωρήσει ό,τι έχει απομείνει από τη δημοσιονομική της κυριαρχία στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης σ’ ένα υπερεθνικό όργανο.
Είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι ήταν η Γαλλία που ζήτησε το 1988 την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, σε μια προσπάθεια να εξασθενήσει την κυριαρχία του γερμανικού μάρκου και τη νομισματική πολιτική της Bundesbank. Αλλά τελικά, είκοσι χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η Γερμανία κατάφερε να επιβάλει ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, εξίσου ισχυρό με το γερμανικό μάρκο, και μια ΕΚΤ που εφαρμόζει αυστηρή αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική χωρίς να διαθέτει την ευχέρεια να λειτουργεί όπως οι άλλες κεντρικές τράπεζες, ως «δανειστή έσχατης ανάγκης». Ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκε ο δεύτερος στόχος της για την αποτελεσματικότερη προώθηση της πολιτικής ένωσης μέσα από την καθιέρωση της ΟΝΕ.7
Έτσι, χωρίς το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, χωρίς μια ΕΚΤ που να μπορεί να παρεμβαίνει σε περιόδους κρίσης με όλα τα απαραίτητα εργαλεία, χωρίς μηχανισμούς και ειδικά ταμεία στήριξης χωρών-μελών της Ευρωζώνης που θα αντιμετωπίζουν ασύμμετρες διαταραχές ή κρίσεις χρέους, η Ευρωζώνη και ειδικότερα οι ισχυρές χώρες-μέλη της στάθηκαν ανίκανες να διαχειριστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά την ελληνική κρίση χρέους και την τραπεζική κρίση της Ιρλανδίας. Και μόνο η απόφασή τους να καλέσουν το ΔΝΤ να συνδράμει στα σχέδια διάσωσης των χωρών αυτών εξέπεμψε ένα αρνητικό μήνυμα στον κόσμο όσον αφορά στη δυνατότητα της Ευρωζώνης να χειριστεί από μόνη της μια δική της εσωτερική κρίση. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν οδήγησαν σε ευρωσκεπτικισμό και σε απομάκρυνση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης από το ευρωπαϊκό όραμα.8 
Νομισματική πολιτική και πραγματική οικονομία
Σε μια περίοδο όπου το δημόσιο χρέος αυξάνεται σημαντικά και η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να στηρίξει αποφασιστικά την πραγματική οικονομία, παρά τη διετή παράταση για δημοσιονομική προσαρμογή που ενέκρινε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για διάφορες χώρες της Ευρωζώνης, η ΕΚΤ θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει μια περισσότερο ευέλικτη νομισματική πολιτική. Ενώ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) διοχέτευσε μετά την ύφεση των επισφαλών στεγαστικών δανείων του 2007 3,2 τρις δολάρια (2,5 τρις ευρώ) στην αγορά (π.χ. για αγορά ομολόγων του Αμερικανικού Δημοσίου από την πρωτογενή αγορά, στήριξη της ρευστότητας του τραπεζικού τομέα κ.ά.) και μηδένισε το επιτόκιό της και η Τράπεζα της Ιαπωνίας προωθεί ένα αντίστοιχο πρόγραμμα 1,1 τρις ευρώ, η ΕΚΤ μείωσε πρόσφατα μόλις κατά 0,25 ποσοστιαίες μονάδες το βασικό επιτόκιο στο 0,50%, ενώ το πρόγραμμα στήριξης της ρευστότητας των ευρωπαϊκών τραπεζών από 1 τρις ευρώ περιορίστηκε στα 745 δις ευρώ. 
Βέβαια, πολλοί οικονομολόγοι, καθώς και το ΔΝΤ, υπογραμμίζουν τους κινδύνους δημιουργίας νέων φουσκών από την ελαστική νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, καθώς οι επενδυτές προσανατολίζονται, λόγω των χαμηλών επιτοκίων, σε υψηλότερου ρίσκου επενδύσεις. Ωστόσο, προκειμένου να στηριχτεί η πραγματική οικονομία, το ΔΝΤ προτείνει να συνεχιστεί η ευέλικτη αυτή νομισματική πολιτική της Fed και της Τράπεζας της Ιαπωνίας.9 Αντίθετα, η Γερμανίδα καγκελάριος, Ά. Μέρκελ, υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να αυξήσει το επιτόκιό της.10 Και όχι μόνο αυτό. Η Bundesbank κατέθεσε στις 26/4/2013 στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας υπόμνημα με το οποίο ασκεί κριτική στην ΕΚΤ για την αγορά κρατικών ομολόγων κατά τη διάρκεια της κρίσης, κάτι που απειλεί, κατά την άποψή της, την ανεξαρτησία της.11
Είχε προηγηθεί η κριτική της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή που υποστήριζε ότι η πολιτική λιτότητας στην Ευρωζώνη είχε φθάσει στα όριά της.12 Όπως αναφέρει ο Αμερικανός καθηγητής Barry Eichengreen, η συμπεριφορά αυτή της Γερμανίας εξηγείται από την ιστορική φοβία του Μεσοπολέμου και της δεκαετίας του ’70 και του ’80, όπου στη χώρα αυτή και την Ευρώπη γενικότερα εκδηλώθηκε ένας υπερπληθωρισμός λόγω της στήριξης των κρατικών ελλειμμάτων από τις κεντρικές τράπεζες. Αντίθετα, η συμπεριφορά της Federal Rerserve (π.χ. ευέλικτη νομισματική πολιτική, αγορά ομολόγων του Αμερικανικού Δημοσίου από την πρωτογενή αγορά κ.ά.) επηρεάζεται από τα λάθη της κατά τη διάρκεια της κρίσης του 1929-33, όπου, αντί να στηρίξει τη ρευστότητα των αμερικανικών τραπεζών, έμεινε αδρανής, ενώ η οικονομία κατέρρευσε.13 Έτσι, ο Αμερικανός καθηγη­τής πιστεύει ότι με τη σημερινή πολιτική της ΕΚΤ η Ευρωζώνη κινδυνεύει να ζήσει μία χαμένη δεκαετία, όπως η Ιαπωνία μετά την εκδή­λωση της κρίσης της δεκαετίας του ’90.14
Ειδικότερα, ο Barry Eichengreen υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ είναι διστακτική να στηρίζει την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα η ισοτιμία του ευρώ παραμένει υψηλή. Οι προβληματικές τράπεζες εξασθενούν τη δημοσιονομική θέση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, τα οποία αδυνατούν έτσι να στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Η αύξηση της ανεργίας καθίσταται αναπόφευκτη και με τη σειρά της προκαλεί κοινωνική και πολιτική αποσταθεροποίηση. Η κατάσταση αυτή θα οξύνει τις πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, όπως πρόσφατα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η συνοχή της Ευρωζώνης. Δεν είναι τυχαίο ότι διογκώνεται το ποσοστό ευρωσκεπτικιστών στην Ευρώπη, αναδεικνύοντας νέα κόμματα στην Ιταλία που διεκ­δικούν την έξοδο από το ευρώ. Οι εκτός Ευρωζώνης χώρες της ΕΕ δεν επιζητούν την ένταξή τους σε αυτή κι ένα μέρος του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος επιδιώκει τη σύγκρουση με τη Γερμανία.
«Ρωγμές» στην Ευρωζώνη
Η κακοφωνία στην Ευρωζώνη δεν συμβάλλει στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της. Παρά τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού ορισμένων προβληματικών χωρών-μελών της (π.χ. Ιταλία, Ισπανία) και τη σταδιακή επάνοδο στις αγορές ορισμένων χωρών που εντάχθηκαν σε Μνημόνια (π.χ. Ιρλανδία, Πορτογαλία), οι κίνδυνοι παραμένουν. Η αύξηση του δημοσίου χρέους, η ελλιπής ανταγωνιστικότητα, η υπερβολική μόχλευση του τραπεζικού τομέα σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και την αύξηση
των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και ο υπέρμετρος δανεισμός των νοικοκυριών (π.χ. στην Ολλανδία το χρέος των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ φθάνει στο 250%, στην Ιρλανδία πάνω από 200%, έναντι 100% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη) δημιουρ­γούν αρνητικές προοπτικές για την Ευρωζών
Το ΔΝΤ πρότεινε να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, καθώς και η τραπεζική ένωση στην Ευρωζώνη, προκειμένου να επανέλθει σ’ ένα ρυθμό ανάπτυξης 2% -2,5% ετησίως. Όμως με την καθυστέρηση της προώθησης της τραπεζικής ένωσης, τη δημοσιονομική προσαρμογή και την περιο­ριστική εισοδηματική πολιτική, ο στόχος αυτός δύσκολα θα επιτευχθεί. Εφόσον, λοιπόν, η αναθέρμανση της οικονομίας της Ευρωζώνης δεν μπορεί να προκύψει μέσα από τη στήριξη της ζήτησης με δημοσιονομικά και εισοδηματικά μέτρα, τότε ο μόνος τρόπος θα ήταν να γίνει αυτό μέσα από ένα ουσιαστικό πρόγραμμα ενίσχυσης των επενδύσεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κυρίως σε υποδομές, σε καινοτομία, σε εκπαίδευση κ.α.15 Αλλά ο κοινοτικός προϋπολογισμός λιτότητας που προσπαθεί να προωθήσει το Συμβούλιο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν απαντά πειστικά στην πρόκληση αυτή.
Επίσης πρέπει να υπογραμμιστεί η έλλειψη έγκαιρης και αποτελεσματικής απάντησης της Ευρωζώνης στην κυπριακή τραπεζική κρίση. Για μια ακόμη φορά η Ευρωζώνη απέδειξε περίτρανα ότι λειτουργεί ως μια ζώνη προστασίας των στενών εθνικών συμφερόντων ορισμένων ισχυρών μελών της, παρά ως μια υπερεθνική ένωση. Συγκεκριμένα, οι Γερμανοί πολιτικοί ήθελαν την ελαχιστοποίη­ση του κόστους για τους φορολογουμένους τους σε προεκλογική περίοδο16 κι έτσι, με τη συνδρομή του ΔΝΤ, που δεν επιθυμούσε τον υπέρμετρο δανεισμό της Κύπρου, υπαγόρευσαν τη λύση του «κουρέματος» των καταθέσεων πάνω από 100.000 ευρώ στις κυπριακές τράπεζες. 
Η πρωτοφανής αυτή λύση, που δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Ιρλανδίας η οποία επίσης αντιμετώπισε τραπεζική κρίση το 2010, δεν θα καταστρέψει μόνο το χρηματοπιστωτικό τομέα στην Κύπρο, αλλά κινδυνεύει να δημιουργήσει μελλοντικά προβλήματα στην αξιο­πιστία του υπερδιογκωμένου τραπεζικού τομέα στην Ευρωζώνη, σε περίπτωση που ξεσπάσει νέα τραπεζική κρίση σε μια μεγαλύτερη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης, που θα έχει επιπτώσεις και στις υπόλοιπες χώρες-μέλη της. Έτσι δεν μπορεί να αποκλειστεί μια μαζική φυγή κεφαλαίων από την Ευρωζώνη στην περίπτωση που μια χώρα-μέλος της αντιμετωπίσει τραπεζική κρίση (π.χ. οι αγορές στοχοποίησαν ήδη την Ολλανδία λόγω της έκθεσης των τραπεζών της σε σημαντικά δάνεια προς τα νοικοκυριά).
Πολιτική προσέγγιση 
Η μόνη διέξοδος στην απειλή νέων κρίσεων είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας για τραπεζική ένωση, που θα ενισχύσει την εποπτεία των ευρωπαϊκών τραπεζών από την ΕΚΤ και θα προωθεί έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό εγγύησης των καταθέσεων και εκκαθάρισης τραπεζών. Όμως με τον τρόπο αντιμετώπισης της κυπριακής κρίσης φάνηκε ξεκάθαρα ότι ο σκληρός πυρήνας της Ευρωζώνης επιθυμεί να επιρρίψει ένα μεγάλο μέρος του κόστους από τις μελλοντικές διασώσεις των τραπεζών στους καταθέτες προκειμένου να περιορίσει το κόστος για τους φορολογουμένους, ακόμα κι όταν οι τράπεζες δεν ευθύνονται για τις κρίσεις αυτές (π.χ. η επιδείνωση της κεφαλαιακής θέσης των κυπριακών τραπεζών, όπως και των ελληνικών τραπεζών, οφείλεται κυρίως στις απώλειές τους από το «κούρεμα» των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που είχαν στην κατοχή τους). Οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι των τραπεζών επίσης θα κληθούν να συμμετάσχουν στο μηχανισμό διάσωσής τους, καθώς και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ΕΜΣ).
Την ίδια στενά εθνική προσέγγιση επέλεξε ο σκληρός πυρήνας της Ευρωζώνης με την άρνησή του να αποδεχτεί την αμοιβαιο­ποίηση του δημοσίου χρέους, δηλαδή την εκχώρηση υπερεθνικής αρμοδιότητας στον ΕΜΣ για αγορά ομολόγων κρατών-μελών της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα πρόσβασης στις αγορές. Με αυτό τον τρόπο οι χώρες του σκληρού πυρήνα θα αποτρέψουν το ενδεχόμενο αύξησης των δικών τους επιτοκίων δανεισμού και να συνεισφέρουν χρηματοδοτικά στον ΕΜΣ. Οι χώρες αυτές θα προσπαθήσουν να περιορίσουν την αμοιβαιοποίηση του χρέους. Αυτή θα αφορά μόνο στο βραχυπρόθεσμο δανεισμό (Euro-T-bills).
Οι πολιτικές αυτές της Ευρωζώνης κινδυνεύουν να την οδηγήσουν όχι μόνο σε μία χαμένη δεκαετία, αλλά σε σοβαρή αποσταθεροποίηση, με απρόβλεπτες συνέπειες για την ίδια τη συνοχή της. 
Σημειώσεις
1. Βλ. World Economic Outlook, IMF, April 2013.
2. Bλ. Daniel Cohen, «Le spectre de Keynes», Le Monde, 22/2/2013.
3. BλCarmen M. Reinhart, Kenneth Rogoff, «This Time is Different: Eight Centuries of Financial Folly», Princeton University Press, 2011.
4. ΒλLe Monde, 10/5/2013.
5. Βλ. IMF News, «Greece - 2013 Article IV Consultation Concluding Statement of the IMF Mission», May 2, 2013.
6. ΒλLe Monde, 10/5/2013.
7. ΒλLe Monde, «Crise de l’Euro, La France responsable», 9/1/2013.
8. BλLe Monde, «L’Union européenne dans tous ses etats», 8/5/2013.
9. BλLe Monde, 2/5/2013.
10. ΒλLe Monde, 27/4/2013.
11. ΒλLe Monde, 27/4/2013.
12. ΒλLe Monde, 27/4/2013.
13. Bλ. Pierre-Cyrille Hautcoeur, «La relance européenne, clé de la reprise», Le Monde, 10/5/2013.
14. Βλ. Barry Eichengreen, «1920 ou 1930? Le poinds de l’histoire pese sur la BCE», Le Monde, 22/4/2013.
15. Βλ. Barry Eichengreen, «Une décennie perdue pour l’Europe, Le Monde, 25/3/2013.
16. David C. Unger, «Who Can Bring the E.U. to Its Senses», The New York Times, 30/3/2013.
Σημείωση : Ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης είναι καθηγητής Πανεπιστημίου στα διεθνή οικονομικά, τ.Αντιπρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, πρώην Υπουργός και Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Το παρών άρθρο που δημοσιεύτηκε το 2013 στο περιοδικό Επίκαιρα, αλλά οι εκτιμήσεις του παραμένουν και σήμερα ακόμα περισσσότερο επίκαιρες

Δεν υπάρχουν σχόλια: