20 Φεβ 2016

Πως και γιατί το ευρώ καταστρέφει την ελληνική οικονομία και τις άλλες χώρες του νότου




Το ευρώ είναι ένα νόμισμα που εκτός των πολλών γενικών προβλημα΄των που το συνοδεύουν, επενεργεί εντελώς καταστροφικά για την ελληνική οικονομία και τις άλλες χώρες του νότου.Το πρόβλημα είναι συστημικό. Οφείλεται στις διαφορετικές οικονομικές δομές των βόρειων χωρών σε σχέση με τις αντίστοιχες των περιφερειακών και νότιων  κυρίως  ευρωπαϊκών  χώρών.[1] Το ευρώ είναι ένα κουστούμι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Γερμανίας κυρίως, η οποία παράγει ολιγοπωλιακά προϊόντα[2] έντασης κεφαλαίου[3], υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας. Τα προϊόντα αυτά, εμπεριέχουν μικρό κόστος πρώτων υλών ή εργασίας. Έτσι, η παραγωγή τους στοιχίζει ελάχιστα, αλλά επειδή δεν υπάρχουν ανταγωνιστές,  ή υπάρχουν ελάχιστοι, η τιμή πώλησής τους ορίζεται αυθαίρετα πολύ υψηλή, με συνέπεια τα περιθώρια κέρδους να είναι τεράστια. 


Ένας σύγχρονος μαγνητικός τομογράφος, π.χ. της Seamens, πωλείται πολύ ακριβά γιατί θεωρείται αναγκαία η αγορά του στη διεθνή αγορά. Και σε εξωφρενικά υψηλές τιμές πωλούνται τα ανταλλακτικά του. Επί πλέον, η συγκεκριμένη εταιρεία, όπως και άλλες πολυεθνικές , φροντίζουν να έχουν ένα «καλολαδωμένο» δίκτυο αγοραστών σε όλες τις χώρες. Έτσι το σκληρό ευρώ, αυτό το συγκεκαλυμμένο μάρκο, ευνοεί κυρίως τη χώρα δυνάστη της Ευρώπης, η οποία σωρεύει τεράστια συναλλαγματικά πλεονάσματα και κερδοσκοπεί από τη διαφορά των spreads[4] και τα χαμηλά, μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια καταθέσεων και ομολόγων που συλλέγει μαζικά από όλες τις χώρες, αφού θεωρείται ασφαλής επενδυτικός προορισμός.

Γιατί δε μας ευνοεί το σκληρό ευρώ ;

Ό κύριος προσανατολισμός της περιφερειακής ελληνικής οικονομίας στον τουρισμό και τη γεωργία, απαιτεί παραγωγική διαδικασία έντασης εργασίας. Χρειαζόμαστε δηλ. πολλά εργατικά χέρια,το κόστος των οποίων δεν μπορεί να συμπιεστεί κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο,ώστε το συνολικό κόστος παραγωγής να είναι χαμηλότερο ή ίσο με αυτό των ανταγωνιστών μας. Το δωμάτιο ενός ελληνικού ξενοδοχείου, στοιχίζει περίπου το διπλάσιο απ’ ότι ένα αντίστοιχο στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην Ουγγαρία. Γι’ αυτό και η Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο, το Βουκουρέστι, η Βουδαπέστη, κλπ., πλημμυρίζουν από Έλληνες τουρίστες, αφού οι διακοπές στοιχίζουν λιγότερο από ότι στον Πόρο και αρκετά λιγότερο από ότι στην Πάρο. Την ίδια ώρα, με τη συνθήκη του Σέγκεν, δε μας επιτρέπεται να δεχθούμε μαζικά τουρίστες από χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα.

Πρόκειται για άλλη μια παραγνωρισμένη αλλά σοβαρά βλαπτική για τη χώρα μας ευρωπαϊκή και δυτική πολιτική. Λόγω του σκληρού ευρώ[5] καταστρέφεται η αγροτική μας παραγωγή. Τα πορτοκάλια, τα λεμόνια, τα ροδάκινα, τα κεράσια οι ελιές μας πέφτουν από τα δέντρα και σαπίζουν, αφού οι εισαγωγές από τη μακρινή Αργεντινή, το Μαρόκο, την Αίγυπτο,κλπ., είναι φτηνότερες. Ακόμα και ο ποιο χαμηλά αμειβόμενος εργάτης γης, που αμείβεται σε ευρώ, Έλληνας ή μετανάστης, στοιχίζει πολύ ποιό ακριβά από ότι σε μια ανταγωνιστική μας χώρας όπου αμείβεται σε υποτιμημένο νόμισμα. Αν ένας εργάτης γης στην Ελλάδα στοιχίζει το λιγότερο 25 ευρώ, στην Τουρκία στοιχίζει σε τούρκικες λίρες που αντιστοιχούν περίπου σε 10-15 ευρώ.

Το κόστος ζωής στη γειτονική χώρα είναι  χαμηλότερο λόγω της υποτιμημένης τουρκικής λίρας και τα περισσότερα καταναλωτικά είδη που αγοράζει ο Τούρκος εργαζόμενος, είναι επίσης πιο φτηνά. Το γεγονός ότι η Βουλγαρία ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά όχι στην ευρωζώνη, σε συνδυασμό με τη χαμηλή εκεί  φορολόγηση, έχει οδηγήσει πολλές ελληνικές εταιρείες να μεταφέρουν εκεί την έδρα τους. Οδηγοί φορτηγών και λεωφορείων από τη Βουλγαρία, αντικαθιστούν Έλληνες συναδέλφους τους, με πολύ μικρότερη αμοιβή, αφού το εκεί κόστος ζωής είναι επίσης πολύ χαμηλό. Πολλοί Έλληνες καταναλωτές στα σύνορα με την Αλβανία,τα Σκόπια, τη Βουλγαρία, την Τουρκία, επισκέπτονται σε μονοήμερα ταξίδια τις χώρες αυτές και προμηθεύονται κάθε είδους φτηνά προϊόντα, ακόμα και καύσιμα


[1] Ο αμερικανός οικονομολόγος  Robert Mandell κέρδισε το βραβείο Nobel το 1999 για τη συμβολή του στην ανάλυση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής κάτω από διαφορετικά συστήματα συναλλαγματικών ισοτιμιών και στην ανάλυση των άριστων περιοχών νομίσματος. Ο ίδιος υπήρξε υπέρμαχος της δημιουργίας του ευρώ, αλλά προφανώς δεν είχε προβλέψει τις στρεβλώσεις που επήλθαν από την εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος σε χώρες με διαφορετικές οικονομικές δομές, χωρίς την ύπαρξη κεντρικής εξισορροπητικής οικονομικής πολιτικής. Πιο πρόσφατα, φαίνεται να αμφιβάλλει για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος στην πράξη, λόγω του ότι δεν έχει υπάρξει η αναγκαία τραπεζική και πολιτική ένωση.
[2] Ολιγοπώλιο είναι η αγορά εκείνη όπου υπάρχουν λίγες μόνο επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου, που παράγουν και προσφέρουν ομοειδή προϊόντα. Συχνά οι επιχειρήσεις αυτές, αν δε συνενώνονται,  κάνουν υπόγειες συνεννοήσεις μεταξύ τους, με σκοπό τον αποκλεισμό άλλων επιχειρήσεων να εισέλθουν στον κλάδο και τον καθορισμό κοινών υψηλών τιμών που αποφέρουν τεράστια κέρδη.

[3] Οι οικονομικοί κλάδοι ή  οι επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου και κατ’ επέκτασης υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας είναι αυτοί όπου η επένδυση σε κεφάλαια, τεχνολογία και καινοτομική έρευνα είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με το κόστος εργασίας. Αντίθετα οι κλάδοι ή οι επιχειρήσεις έντασης εργασίας είναι εκείνοι όπου το κόστος εργασίας είναι σχετικά υψηλό σε σχέση με το απαιτούμενο κεφάλαιο. έννοιες 

[4] Τα spreads είναι το άνοιγμα ή η  διαφορά  απόδοσης, μεταξύ τίτλων, όπως των ομολόγων, ενός κράτους (κράτος Α ), έναντι ενός άλλου κράτους βάσης και στην προκειμένη περίπτωση της  Γερμανίας. Αντανακλά την αποζημίωση για έναν ομολογιούχο που θα επιλέξει να επενδύσει σε ομόλογα του κράτους Α αντί του κράτους βάσης και εκφράζεται σε μονάδες βάσης, δηλ. τη διαφορά των επιτοκίων επί τοις 100. Οι μεγάλες διαφορές των spreads σε βάρος των τίτλων της Ελλάδας και των άλλων περιφερειακών χωρών έναντι της Γερμανίας, οφείλονται στο γεγονός ότι οι καταθέτες εμπιστεύονται πολύ περισσότερο την οικονομία της Γερμανίας από τις περιφερειακές χώρες και μεταφέρουν εκεί τις καταθέσεις τους.

[5] Ο όρος σκληρό νόμισμα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι η συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος είναι υπερτιμημένη σε σχέση με ένα άλλο. Αυτό σημαίνει ότι εκείνος που κατέχει και συναλλάσσεται με ένα σκληρό νόμισμα όπως κυρίως το ευρώ και το ελβετικό φράγκο και κατά δεύτερο λόγο το δολάριο, και το γιεν, είναι σε θέση να αγοράζει φτηνά προϊόντα και  υπηρεσίες άλλων χωρών σε σχέση με  επίπεδο ζωής στη χώρα του. Η ύπαρξη σκληρού νομίσματος δυσχεραίνει τις εξαγωγές και διευκολύνει τις εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών. Το αντίθετο ισχύει με το λεγόμενο μαλακό νόμισμα που είναι υποτιμημένο σε σχέση με το σκληρό. Οι διεθνείς συναλλαγματικές ισοτιμίες ρυθμίζονται από την προσφορά και ζήτηση εξαγόμενων και εισαγόμενων  προϊόντων και υπηρεσιών. Στην πράξη όμως,  σημαντικό ρόλο έχουν οι πολιτικές που ακολουθούνται από τις κεντρικές τράπεζες των διάφορων χωρών που με διάφορα μέσα και κυρίως με την προσφορά ή απόσυρση συναλλάγματος ρυθμίζουν τεχνικά τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους. Η Κίνα διατηρώντας υπερβολικά χαμηλή την ισοτιμία του γουάν, παρ’ όλες τις εκκλήσεις και διαμαρτυρίες των δυτικών, έχει εισβάλει ορμητικά στις διεθνείς αγορές και σήμερα τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα ξεπερνούν τα 3,5 τρις δολάρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: