Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη
Η αποτυχία της ενοποιημένης Ευρώπης, που τελικά δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει ούτε μία από τις αρχικές της υποσχέσεις, προς τους πολίτες της, οφείλεται σε σοβαρές παραβλέψεις βασικών οικονομικών θεωριών, στην εφαρμογή συντηρητικών ιδεολογιών, αλλά και σε απρόβλεπτα συγκυριακά αίτια. Καταρχήν οι ιδρυτές της υπέκυψαν στις πιο ακραίες νεοκλασικές ιδεολογίες, σχετικά με την οικονομική ολοκλήρωση, σύμφωνα με τις οποίες οι αγορές λειτουργούν σε καθεστώς τέλειου ανταγωνισμού και, συνεπώς, ισορροπίας. Υποθέσεις παντελώς ασυμβίβαστες με το καθεστώς των αποκλίσεων και των σοβαρών διαρθρωτικών διαφορών, που
επικρατούσαν την στιγμή της ευρωπαϊκής ενοποίησης στους κόλπους της Ευρώπης.
επικρατούσαν την στιγμή της ευρωπαϊκής ενοποίησης στους κόλπους της Ευρώπης.
Oι πρωτεργάτες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος υπέκυψαν στο μοιραίο λάθος να αγνοήσουν παλαιότερες σχετικές προειδοποιήσεις σύμφωνα με τις οποίες σε μια τέτοια περίπτωση λειτουργούν ταυτόχρονα δύο φαινόμενα: το πρώτο διευρύνει τις αρχικές αναπτυξιακές διαφορές ενώ το δεύτερο δημιουργεί πόλους έλξης, που διαχωρίζουν αυτόματα τις οικονομίες σε κυρίαρχες και υποτελείς[1]. Η εισβολή της παγκοσμιοποίησης, ταυτόχρονα με τη μετάβαση του καπιταλισμού στο μεταβιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης, καθώς και ο ανταγωνισμός των αναδυόμενων αγορών οδήγησαν σε αδιέξοδο το ευρωπαϊκό αναπτυξιακό μοντέλο, εντείνοντας ακόμη περισσότερο τις ασύμβατες πλευρές του[2].
Το μοντέλο αυτό, τελικά εξυπηρετούσε αποκλειστικά οικονομίες, με έντονη εξαγωγική κατεύθυνση, όπως κατεξοχήν είναι η περίπτωση της Γερμανίας, και έτσι παγίωσε τις ανισορροπίες αφενός των ελλειμμάτων στα ισοζύγια των κρατών-μελών του ευρωπαϊκού Νότου, και αφετέρου τα τεράστια πλεονάσματα κυρίως της Γερμανίας.
Ο Jacques Delors, προσπαθώντας να διασώσει το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και να καταστήσει στενότερους τους δεσμούς μεταξύ των κρατών-μελών, πρότεινε τη δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του, με το τολμηρό αυτό εγχείρημα, έτρεφαν την ελπίδα ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση θα ήταν ικανή να οδηγήσει σε οικονομική σταθεροποίηση, αλλά ταυτόχρονα και να υλοποιήσει, επιτέλους, τις αρχικές υποσχέσεις της Ευρώπης.
Δυστυχώς, σε πείσμα του αρχικού ενθουσιασμού για το κοινό νόμισμα, η δημιουργία του όχι μόνον δεν δικαίωσε τις φιλόδοξες προσδοκίες των δημιουργών του, αλλά και βύθισε στο χάος και την απόγνωση την Ευρωζώνη, κορυφώνοντας τα προβλήματα, που ήδη αντιμετώπιζε η ΕΕ, και πριν από το ευρώ. Όπως δήλωσε εκ των υστέρων ο Jacques Delors «Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση υπήρξε θύμα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και είχε μια ήττα που προκλήθηκε από την ανευθυνότητα των ηγετών μας, οι οποίοι θέλησαν να κάνουν νομισματική ένωση, χωρίς οικονομική ένωση»[3].
Ποια, όμως, είναι τα κυρίαρχα αίτια αυτής της δραματικής αποτυχίας του ευρώ; Και είναι ή όχι αντιστρέψιμη αυτή η αποτυχία; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δίνεται μέσα από την ανάλυση που ακολουθεί στο κύριο σώμα του παρόντος άρθρου, ενώ στο δεύτερο, ακόμη και πριν εμφανιστεί το εκρηκτικό μεταναστευτικό πρόβλημα, η απάντηση θα ήταν σαφώς αρνητική, Και τούτο, διότι η διαδικασία που θα έσωζε πιθανότατα το ευρώ, θα ήταν η εμβάθυνση της ενοποίησης με την εισαγωγή της οικονομικής ενοποίησης.
Ωστόσο, αυτή η διάσταση που οπωσδήποτε δεν θα γινόταν δεκτή από τη Γερμανία, είναι πια εκτός τόπου και χρόνου, δεδομένου ότι η ΕΕ και η Ευρωζώνη έχασαν οριστικά την έξωθεν καλή μαρτυρία. Και τούτο οφείλεται πρώτον στην παντελή έλλειψη στοιχειώδους αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών, δεύτερον στην αποφασιστική πια επικράτηση των εθνικών συμφερόντων επί των κοινοτικών, τρίτον στον τραυματικό τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων χρέους του ευρωπαϊκού Νότου και ιδιαιτέρως της Ελλάδας, και τέλος στην εμμονή των αξιωματούχων της να συνεχίζουν απαρέγκλιτα τις ίδιες αποτυχημένες επιλογές οικονομικής πολιτικής.
Στο Μέρος Ι αυτής της εισήγησης θα αναφερθώ στην ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη η ελληνική οικονομία από το ευρώ, ενώ στο Μέρος ΙΙ θα προσπαθήσω να εξηγήσω το γιατί η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα αποτελεί τη μοναδική οδό σωτηρίας της Ελλάδας.
Μέρος Ι. Τι έκανε το ευρώ στην Ελλάδα
Α. Η πρόωρη δημιουργία του ευρώ
Η δημιουργία του ευρώ βασίζεται σε αναπόδεικτες υποθέσεις, δεν διαθέτει ιστορικό προηγούμενο και ο καταποντισμός του ευρωπαϊκού Νότου αποτελεί απτή απόδειξη της αρνητικής συμβολής του στην εξέλιξη των λιγότερο προηγμένων οικονομιών-μελών της ΕΕ. Πράγματι, η Ευρώπη, παρότι ήταν ανέτοιμη να βάλει γερές βάσεις στο κοινό της νόμισμα, θεώρησε όμως αναγκαίο να το θέσει εσπευσμένα σε κυκλοφορία, γι’ αυτό εφεύρε το Σύμφωνο Σταθερότητας, που υποκαθιστά τον ρυθμιστικό ρόλο της ανύπαρκτης, στην περίπτωσή της Ευρωζώνης ανεξάρτητης εθνικής κυβέρνησης.
Η έλλειψη αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς ένα σχετικά μικρό έλλειμμα κράτους-μέλους της Ευρωζώνης οδηγεί πολύ εύκολα σε χρεοκοπία, αν δεν εξασφαλιστεί άμεση χρηματοδότησή του από τις αγορές. Ακόμη, η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων, που υποκαθίστανται από το ευρώ, αποκλείει τη δυνατότητα υποτίμησης της εξωτερικής αξίας των κρατών-μελών, που σε περίπτωση μείωσης της ανταγωνιστικότητάς τους θα έκανε φθηνότερες τις εξαγωγές και ακριβότερες τις εισαγωγές.
Η μοναδική, συνεπώς, διέξοδος οικονομίας, που αντιμετωπίζει επιδείνωση της ανταγωνιστικότητάς της, εντός της Ευρωζώνης, είναι η προσφυγή της στην εσωτερική υποτίμηση, με όλες τις δραματικές συνέπειες, κατακόρυφης πτώσης του συνόλου των εισοδημάτων της[4]. Το Σύμφωνο Σταθερότητας εφευρέθηκε, κάτω από αυτές τις συνθήκες, για να χρησιμεύσει ως δεκανίκι του ανάπηρου ευρώ, που αδυνατεί να διαδραματίσει το ρόλο του ως κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αν δεν υποστηρίζεται από αυτό. Τα αυστηρά, ισοπεδωτικά και εξωπραγματικά κριτήρια αυτού του Συμφώνου, αποτελούν μόνιμη τροχοπέδη στην ανάπτυξη της Ευρώπης και κυρίως των οικονομικά ασθενέστερων χωρών της.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας επιβάλλει ένα στυγνό μονεταριστικό περιβάλλον, του οποίου η μοναδική επιτρεπτή θέση είναι αυτή της νομισματικής σταθερότητας, στο βωμό της οποίας θυσιάζονται άλλοι, πολύ πιο σπουδαίοι στόχοι, όπως αυτός της ταχύρρυθμης ανάπτυξης, της πλήρους απασχόλησης και της δικαιότερης κατανομής του εισοδήματος. Και πιο συγκεκριμένα οι ιδρυτές του φρόντισαν να θωρακίσουν το ευρώ απέναντι στον πληθωρισμό, αφήνοντάς το ωστόσο παντελώς ανοχύρωτο απέναντι στην ύφεση.
Με το ίδιο, αναγκαστικά, κοστούμι για όλες τις χώρες-μέλη, χωρίς συνεπώς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες και προτεραιότητες των επί μέρους οικονομιών τους, η ΟΝΕ επιβάλλει ανελαστικούς και εξωπραγματικούς όρους στα κράτη-μέλη. Οι φανατικοί νεοφιλελεύθεροι, παρότι είχαν πλήρη συνείδηση των διαφορών, που εμφάνιζαν οι επί μέρους οικονομίες της Ευρωζώνης, ήταν ωστόσο πεπεισμένοι ότι η σύγκλιση τους ήταν απλώς θέμα χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι θα προχωρούσαν σε δραστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα εξασφάλιζαν την πλήρη ελαστικότητα στις αγορές εργασίας, αγαθών και υπηρεσιών.
Η σύγκλιση, ωστόσο, όχι μόνο δεν υλοποιήθηκε, αλλά επιπλέον διευρύνθηκε η απόκλιση μεταξύ των κρατών-μελών. Επιπλέον, το ευρώ δεν εξελίχθηκε σε ισχυρό και σταθερό νόμισμα, σύμφωνα με τις προβλέψεις των ιδρυτών του, αλλά με συνεχείς διακυμάνσεις απέναντι στο δολάριο. Και το χειρότερο, βέβαια, σενάριο είναι η μόνιμη υποαπασχόληση και η αναιμική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Με το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, το 2009, συνειδητοποιήθηκε το πόσο παράλογο σχήμα ήταν αυτό της ΟΝΕ, που εξασφάλιζε κοινό νόμισμα στα κράτη-μέλη, αλλά όχι και κοινή πολιτική για την αντιμετώπιση χρέους και ελλειμμάτων τους.
Με την ελληνική κρίση έγινε, ακόμη, ξεκάθαρο ότι οικονομίες των οποίων το νόμισμα στηρίζεται από ανεξάρτητες κυβερνήσεις είναι σε θέση να διατηρούν σε μακρόχρονη βάση, τεράστια ελλείμματα και χρέη, όπως η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ, όχι όμως και οι οικονομίες της Ευρωζώνης. Αυτή η νομισματική ψευδοκατασκευή, επάνω στην οποία κτίστηκε το ευρώ, ήταν εκ των προτέρων βέβαιο ότι θα κατέληγε στην πλήρη αθέτηση όλων των αρχικών υποσχέσεων της ΕΕ. Η καταστροφή της Ελλάδας, και σε μικρότερο βαθμό ολόκληρου του Νότου, εξηγείται από την αδυναμία του κοινού νομίσματος να εξυπηρετήσει τόσο διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης, και τόσο διαφορετικές διαρθρώσεις. Πρόκειται για την αδυναμία της πραγματικής οικονομίας να ακολουθήσει τη νομισματική σύγκλιση.
Μετά την καταστροφή, είναι εύκολο πια να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα ουδέποτε θα έπρεπε να επιδιώξει την τόσο πρόωρη, όσο και τόσο επικίνδυνη ένταξή της στο ευρώ, και ακόμη περισσότερο ουδέποτε θα έπρεπε να επιτρέψει την είσοδό της στην Ευρωζώνη με τόσο καταστρεπτικά υψηλή ισοτιμία δραχμής-ευρώ, που εκμηδένισε την ανταγωνιστικότητά της[5]. Να υπογραμμιστεί, ωστόσο, ότι το ελληνικό πρόβλημα ήταν, στην αρχή τουλάχιστον, εύκολα αντιστρέψιμο, αλλά ο πανικός των αξιωματούχων της ΕΕ και η παντελής έλλειψη στοιχειώδους προετοιμασίας τους για την αντιμετώπιση κρίσεων επιδείνωσε σοβαρά την κατάσταση.
Οι αμήχανοι, αναποτελεσματικοί και συχνά πολύ επικίνδυνοι χειρισμοί των αρμοδίων της ΕΕ, στην ελληνική κρίση, ήταν κυρίως απόρροια του τρόμου τους για το ότι η Ελλάδα, αν και τόσο μικρή, θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του ευρώ. Κάτω από αυτό το πρίσμα η ΕΕ ζήτησε για πρώτη φορά τη βοήθεια του ΔΝΤ για να αντιμετωπίσει προβλήματα κράτους-μέλους της, για πρώτη φορά εκπονήθηκε πρόγραμμα δήθεν διάσωσης οικονομίας, με βάση την εσωτερική υποτίμηση, και για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα που αναγνωρίστηκε επισήμως ως τραγικά λανθασμένο[6], εξακολούθησε ωστόσο να επιβάλλεται αναλλοίωτο, από την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, ολοκληρώνοντας έτσι την καταστροφή της Ελλάδας, που χρησιμοποιήθηκε, εν ψυχρώ από την ΕΕ, ως πειραματόζωο.
Δεν είναι, λοιπόν, διόλου υπερβολική η διαπίστωση, ότι ένα ολόκληρο Έθνος 10 εκατομμυρίων κατοίκων θυσιάστηκε, για να μην τεθεί σε κίνδυνο το ευρώ. Ωστόσο, η απεγνωσμένη προσπάθεια παράτασης ζωής αυτού του εκ γενετής άρρωστου νομίσματος, εκτός από το ότι κατάστρεψε την Ελλάδα, καταδικάζει και ολόκληρη την Ευρώπη σε κοινωνικό και οικονομικό μαρασμό.
Β. Οι καταστροφές που προκάλεσε το ευρώ στην Ελλάδα
Η εφαρμογή των Μνημονίων επιδείνωσε όλους ανεξαιρέτως τους βασικούς οικονομικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς δείκτες της Ελλάδας. Η χώρα ψυχορραγεί, όπως αναμφίβολα προκύπτει από τα δεδομένα που ακολουθούν, έτσι που η ανόρθωσή της να αποτελεί όνειρο θερινής νύκτας. Σε πρόσφατη δήλωσή του ο πρόεδρος των Ελλήνων βιομηχάνων είπε ότι θα χρειαστούν γύρω στα 100 δις ευρώ για να στηθεί και πάλι στα πόδια της η οικονομία. Αδίστακτα θα υποστηρίξω ότι θεωρώ ανεπαρκή τα 100 αυτά δις ευρώ, γιατί δυστυχώς η ελληνική οικονομία εμφανίζεται πλήρως διαλυμένη, και χρειάζεται να ξαναγεννηθεί.
1.Μακροοικονομικά δεδομένα
Πριν από την κρίση το χρέος αντιπροσώπευε περίπου 100% του τότε ΑΕΠ, και ήταν βιώσιμο, ενώ τώρα έφθασε ήδη στο 187,8% αντίστοιχα.. Δηλαδή, παρά το αποτυχημένο "κούρεμα" του χρέους, που οφείλεται στην ανεπίτρεπτη αργοπορία υλοποίησής του, πάντοτε για να μην τεθεί σε κίνδυνο το ευρώ,[7] το ποσοστό του χρέους έχει περίπου διπλασιαστεί, στο ΑΕΠ. Και συνεχίζει να σκαρφαλώνει ακάθεκτο έτσι που σε απόλυτους αριθμούς, από 324 δις ευρώ το 2014, προβλέπεται στα 337,6 για το 2016 αντίστοιχα.
Για την περίοδο 2007-2015 διαπιστώνεται δραματική και χωρίς προηγούμενο, για οικονομία σε ειρήνη, πτώση του κατά κεφαλή ΑΕΠ κατά 27,6%, που αντιστοιχεί σε 70 δις ευρώ και σε απώλεια εισοδήματος, για κάθε Έλληνα πολίτη, ίση με 6.100 ευρώ το χρόνο. Το ελληνικό κατά κεφαλή ΑΕΠ αναλογούσε στο 84,4% του αντίστοιχου Μ.Ο. των κρατών-μελών της ΕΕ, και τώρα εκτιμάται μόνο στο 53,6%[8]. 3.800.000 Έλληνες βρίσκονται στα όρια της φτώχειας. Η επίσημη ανεργία έφθασε στο 27%, ενώ η ανεπίσημη αγγίζει εφιαλτικά ύψη, αν ληφθεί υπόψη και η σημαντική υποχώρηση της πλήρους απασχόλησης προς όφελος αβέβαιων και ανασφαλών μορφών της. Πριν από την έναρξη της κρίσης η ανεργία ήταν μόνο 7.8%.
Η ιδιωτική κατανάλωση, που αποτελεί την ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης έχει δραματικά συρρικνωθεί κατά περίπου 47 δισεκατομμύρια ευρώ. Ούτε και οι φετινές γιορτές μπόρεσαν να την ανακάμψουν, αφού ο τζίρος έπεσε κατά 8% σε σχέση με τον αντίστοιχο περυσινό, και σε σύγκριση με την έναρξη της κρίσης κατά περίπου 50%. Εικόνα πανωλεθρίας εμφανίζει η επένδυση δημόσια και ιδιωτική, αφού οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου από 57,2 δις ευρώ πριν από την κρίση, ελαχιστοποιήθηκαν στα 18,7 δις ευρώ.
Μισθοί και συντάξεις έχουν καταποντιστεί. Και στο χώρο των επιχειρήσεων η τελευταία έκθεση της Price Water House Coopers (PwC) που αφορά σε 2.824 ελληνικές επιχειρήσεις με έσοδα άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ, καταλήγει στο εφιαλτικό συμπέρασμα ότι το 40%, περίπου, από αυτές είναι υπερδανεισμένες, χωρίς καμιά πιθανότητα επιβίωσης. Το 2015 καταγράφεται μείωση των αγοραπωλησιών ακινήτων, κατά 20%, και υπολείπονται κατά 10% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες του 2007. Η οικονομική κρίση αποκτά γρήγορα και κοινωνική διάσταση. Αυξάνονται δραματικά οι αυτοκτονίες και περιορίζονται οι γεννήσεις.
Από την αρχή της κρίσης ο πληθυσμός της χώρας έχει μειωθεί κατά 250.000, εξαιτίας όχι μόνο της μείωσης των γεννήσεων αλλά και της μετανάστευσης[9] . Όπως θα ήταν αναμενόμενο, το 44% των Ελλήνων κατακλύζονται από αρνητικά συναισθήματα, όπως φόβο, ανασφάλεια, αγωνία, απογοήτευση, αγανάκτηση και θυμό[10]. Οι Έλληνες εμφανίζονται να είναι οι πιο απαισιόδοξοι στην ΕΕ, αναφορικά με το μέλλον της, αφού 7 στους 10 πιστεύουν ότι βαδίζει προς λάθος κατεύθυνση[11].
Αλλά και η υγεία των Ελλήνων με χαμηλά εισοδήματα εμφανίζει τάση επιδείνωσης, αφού το 25% αδυνατεί να εξασφαλίσει τα φάρμακα και τη θεραπεία που έχει ανάγκη[12]. 42% των ερωτηθέντων αντιμετωπίζουν χρόνια νοσήματα. Η πιο καταστρεπτική, γιατί γενικά μη αντιστρέψιμη εξέλιξη της κρίσης είναι, αναμφίβολα, η μαζική φυγή εγκεφάλων, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Το κόστος αυτής της φυγής εκτιμάται στο αστρονομικό ποσό των 170 δισεκατομμυρίων ευρώ.[13]
2. Δημοσιονομικά και χρηματοπιστωτικά δεδομένα
Προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ολοένα πιο απάνθρωπες απαιτήσεις των δανειστών, η προσφυγή σε μια πραγματική φοροκαταιγίδα κρίθηκε αναπότρεπτη, όχι μόνον από τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και από την παρούσα. Λησμόνησαν, ωστόσο, ότι σε περίοδο συνεχώς μειούμενων εισοδημάτων, η φορολογική αυτή φρενίτιδα καταλήγει σε αποτελέσματα διαμετρικά αντίθετα από τα επιδιωκόμενα, καθώς ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό των φορολογουμένων βρίσκεται σε αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του[14], και επιπλέον ενθαρρύνεται και η φοροδιαφυγή. Εμφανίζονται, ενδεικτικά, μερικά αρνητικά αποτελέσματα, που οφείλονται στην εφαρμογή αναποτελεσματικών μέτρων:
* Την περίοδο 2010-15 επιβλήθηκαν 31 δις ευρώ φόροι, αλλά τα έσοδα υπολείπονται κατά 5 δισ. ευρώ σε σύγκριση με αυτά πριν από την έναρξη της κρίσης. Έτσι, ενώ το 2009 τα δηλωθέντα εισοδήματα φυσικών προσώπων ήταν 100,3 δις ευρώ, το 2014 δεν ήταν παρά μόνον 73 αντίστοιχα[15]. Ως συνέπεια, εξάλλου, εννέα οδυνηρών φορολογικών παρεμβάσεων το 2014, τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν μόνο κατά 0.08%! Και αναφορικά, με το σύνολο των φορολογικών εσόδων της χώρας, αυτά ήταν το 2009 51.266 δις ευρώ και το 2015 εκτιμάται ότι θα είναι μόνο 43.162 αντίστοιχα.
*Η εφορία παρακρατεί το 49% των μισθών, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στις χώρες του ΟΟΣΑ. Οι φόροι, που πληρώθηκαν το 2014 έφθασαν στο, όντως, αδιανόητο ποσοστό του 53,3% των εισοδημάτων των πολιτών.
*Aπό το 2009 διαπιστώνεται αύξηση της φοροδιαφυγής (παρότι η καταπολέμησή της εμφανίζεται ως πρωταρχικός στόχος) με απώλεια 10 δις ευρώ.
* Το κράτος αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, που υπερβαίνουν τα 5 δισ. ευρώ.
*Ο ιδιωτικός τομέας χρωστά 150 δις ευρώ στην εφορία, στα τελωνεία, στα ασφαλιστικά ταμεία και στις τράπεζες[16].
Και σε αυτόν τον κρανίου τόπο, κάποιοι αναζητούν εναγωνίως πρωτογενές πλεόνασμα, που για το 2015 αναγγέλλεται της τάξεως του 4,3 δις ευρώ.
Ό συνδυασμός των παραπάνω μέτρων και παραλείψεων είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωση καταρχήν μισθωτών και συνταξιούχων. Στη συνέχεια οι δανειστές ακάθεκτοι προχωρούν στον αφανισμό των ιδιοκτητών ακινήτων, των αγροτών και των επαγγελματιών, αλλά και του τουρισμού[17]. Η θεομηνία έχει πλήξει τη μεσαία τάξη και συνεπώς το σύνολο των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας.
*Και μια ματιά στην τραγωδία των καταθέσεων, που τελικά οδήγησε στα capitalcontrols[18] .Το διαθέσιμο χρήμα εκτιμάται ότι έχει μειωθεί από 262 δις ευρώ το 2009 σε 153 τώρα. Ακόμη, η Ελλάδα έχει, ουσιαστικά, μείνει χωρίς τράπεζες. Πράγματι, αφού από την αρχή της κρίσης οι τράπεζες έχασαν 3.500 καταστήματα και 50.000 θέσεις εργασίας εντός και εκτός της χώρας, τελικά η αξία τους μηδενίστηκε, και από περίπου 215 δις ευρώ σταθμισμένο ενεργητικό, τελικά, καταληστεύτηκαν από ξένα funds, που τις άρπαξαν για το εξευτελιστικό ποσό των 750 εκατομμυρίων ευρώ. Έτσι χάθηκαν και τα 40 δισεκατομμύρια ευρώ που δανείστηκαν οι Έλληνες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους.
Κάτω από αυτές τις δραματικές εξελίξεις, που δεν απηχούν ακόμη τις καταστροφικές συνέπειες του μεταναστευτικού προβλήματος[19], δύσκολα θα υπάρξει σοβαρός οικονομολόγος ή, ακόμη, απλώς ενσυνείδητος και σχετικά καλά πληροφορημένος πολίτης, που να πιστεύει στη δυνατότητα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Και, όμως, όχι μόνον όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις της τελευταίας εξαετίας, αλλά και οι δανειστές οραματίζονται κατά καιρούς, το τέλος της ύφεσης, την ανάπτυξη που βλέπουν να έρχεται, τους επενδυτές που συνωστίζονται, τις success stories, και άλλες φαιδρότητες!
Γ. Οι προοπτικές για το μέλλον αν παραμείνουμε εντός της Ευρωζώνης
Παρά τα συντρίμμια, που έφερε η τραγικά εσφαλμένη πολιτική των Μνημονίων, οι αρμόδιοι τολμούν να υπόσχονται ότι το μέλλον μας θα είναι καλύτερο. Δυστυχώς, όμως, θα είναι χειρότερο, και μάλιστα στο διηνεκές, αν παραμείνουμε δέσμιοι των Μνημονίων. Ιδού μερικά συντριπτικά στοιχεία που αφορούν το μέλλον, από τις προβλέψεις της παγκόσμιας έκθεσης του 2015 της εταιρίας PROGNOS ΑG[20].
Σύμφωνα με αυτές, και με την υπόθεση ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρωζώνη, το χρέος στο ΑΕΠ, αναμένεται να αναρριχηθεί στο 245% του ΑΕΠ το 2022, ενώ παράλληλα και μέχρι το 2020 η οικονομία θα συρρικνώνεται με ετήσιο ρυθμό 0,8%. Να υπενθυμίσω ότι και για το 2015, οι αισιόδοξες προβλέψεις ότι δήθεν η ύφεση θα ήταν μηδενική, έπεσαν για ακόμη μια φορά έξω, αφού το έτος έκλεισε με 0.7% ύφεση.
Υπολογίζεται, εξάλλου ότι η ανεργία θα χρειασθεί 25 χρόνια για να πέσει κάτω από το 10% του ενεργού πληθυσμού και μόνο το 2034 η Ελλάδα θα επιστρέψει στο επίπεδο που βρισκόταν πριν από την κρίση (2009). Για το 2016 προβλέπεται, ακόμη, συνέχιση της πτώσης των εσόδων του Κράτους, κυρίως από την άμεση φορολογία, αλλά και πτώση δραματική των εσόδων κοινωνικής ασφάλισης που θα περιοριστούν στα 19 δισεκατομμύρια ευρώ από 26 που ήταν αντίστοιχα πριν από την κρίση.
Ήδη, δεκάδες πολίτες, που έπρεπε να είναι στην εντατική, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν κρεβάτι στα νοσοκομεία. Για το 2016 αναμένεται περαιτέρω πτώση του κατά κεφαλή εισοδήματος, που θα φθάσει συνολικά στο 30%, και η επίσημη ανεργία θα ανέλθει σε 30% επίσης. Σε πείσμα της αφανισμένης οικονομίας μας, οι δανειστές απαιτούν μέχρι το 2018, επιπλέον 9 δις ευρώ. Τέλος, συχνά, ακούμε διαβεβαιώσεις κυβερνητικών της μορφής, ότι "αξίζει να υποστούμε και αυτήν την τελευταία θυσία, για να βγούμε από την επιτήρηση".
Πρόκειται για εντελώς παραπειστικές εξαγγελίες, εφόσον στην πραγματικότητα θα είμαστε, αναγκαστικά, υπό επιτήρηση ώσπου να αποπληρώσουμε το 75% του χρέους. Η Ελλάδα είναι, δυστυχώς, και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, τελειωμένη αν παραμείνει στη φαρμακερή αγκαλιά της Ευρωζώνης.
Μέρος ΙΙ. Ανασυγκρότηση της Ελλάδας με τη βοήθεια μιας νέας δραχμής
Η εμφανής αδυναμία σταθεροποίησης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, στο κρίσιμο διάστημα της εφαρμογής των Μνημονίων, ουδόλως οφείλεται στην άρνηση ή στην αργοπορία της χώρας να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις ή, ακόμη, στην αδυναμία των Ελλήνων να εφαρμόσουν σωστά ένα "πολύ καλό πρόγραμμα", όπως κατεπανάληψη ισχυρίζεται ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών. Η ερμηνεία αυτή απλώς προσπαθεί να αποκρύψει το γεγονός ότι από την αρχή της ελληνικής κρίσης, ο στόχος των προγραμμάτων για την Ελλάδα, ουδέποτε είχε ως επίκεντρο τη σωτηρία της.
Οι συνεχείς, εξάλλου, εκβιασμοί για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων, που δήθεν πρέπει να υλοποιηθούν πριν από την οποιαδήποτε συζήτηση ρύθμισης του χρέους, ενισχύει την αμέσως παραπάνω διαπίστωση. Και τούτο επειδή οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι εταίροι μας (αν εξαιρεθεί η πράγματι αναγκαία αναμόρφωση του ασφαλιστικού, που ωστόσο δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα) συνίστανται:
* Στην, χωρίς προηγούμενη μελέτη, δραστική μείωση του δημόσιου τομέα, παρότι το μέγεθος του δεν υπερβαίνει τον αντίστοιχο ΜΟ των κρατών-μελών της ΕΕ. Το εσπευσμένο αυτό μέτρο αποδεικνύει την πλήρη αδιαφορία των εταίρων/δανειστών για την αναζήτηση και εξεύρεση εκείνων των ποιοτικών κριτηρίων που θα μπορούσαν, πράγματι, να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα του ελληνικού δημοσίου τομέα. Αντιθέτως, η επιβολή επικίνδυνων ποσοτικών μέτρων, καθιστά προβληματική την ομαλή του λειτουργία εξαιτίας της ανεξέλεγκτης μείωσης του προσωπικού του.
* Στη σταδιακή κατάργηση του συνόλου των εργασιακών δικαιωμάτων, που μετάτρεψε την αγορά εργασίας σε πραγματική ζούγκλα.
*Το χειρότερο, όμως, είναι ότι κάτω από την ετικέτα των μεταρρυθμίσεων, διενεργείται με συνοπτικές διαδικασίες, η οδυνηρή, για την Ελλάδα και το μέλλον της, εκποίηση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας της.
Δηλαδή, οι αρμόδιοι της ΕΕ απαιτούν από την Ελλάδα την εφαρμογή μέτρων, τα οποία επιτείνουν το αδιέξοδό της, Πρόκειται για το ότι:
Α. Οι εταίροι/δανειστές καταδικάζουν την Ελλάδα σε μόνιμη ύφεση
Η ανυπέρβλητη δυσκολία, που καθιστά μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος, δεν είναι τόσο το ύψος του (σε απόλυτους, αλλά και σε σχετικούς αριθμούς), όσο η καταδίκη της χώρας σε συνεχή ύφεση. Με τις συνθήκες αυτές, έστω και αν υποτεθεί ότι το επιτόκιο μηδενίζεται, το χρέος και πάλι δεν θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπιστεί, εφόσον χρόνο με το χρόνο το ΑΕΠ καταγράφει σωρευτική πτώση. Ακριβώς αυτό συμβαίνει με το ελληνικό ΑΕΠ, που μειώνεται συνεχώς, στο διάστημα των έξη τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα το χρέος να αναρριχάται.
Η ΕΕ, ωστόσο, δεν φαίνεται να προβληματίζεται από την αδιέξοδη αυτή κατάσταση της Ελλάδας, αλλά αντιθέτως συνεχίζει να της επιβάλλει την εφαρμογή εντελώς αναποτελεσματικών μέτρων, για την περίπτωσή της, μέτρων δηλαδή που αποκλείουν την οικονομική της ανόρθωση, όχι μόνον σε βραχυχρόνια, αλλά και σε μακροχρόνια βάση, εφόσον διαβρώνουν την παραγωγική της βάση και θέτουν σε χειμερία νάρκη το σύνολο των αναπτυξιακών της ροπών. Αυτές οι επιλογές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κύριο μέλημά της ΕΕ δεν είναι η παροχή βοήθειας στο κράτος-μέλος της, ώστε να εξασφαλίσει, σε βάθος χρόνου την αποπληρωμή του χρέους, μέσω της ανάπτυξης της οικονομίας.
Συμπέρασμα, πράγματι, παράδοξο, που όμως δικαιολογείται απολύτως από τον, επί έξη και πλέον χρόνια, τρόπο αντιμετώπισης του ελληνικού προβλήματος από την ΕΕ που συνοψίζεται με την ακόλουθη διαπίστωση: "Τα ευρωπαϊκά προγράμματα που δήθεν στοχεύουν στη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας είναι σαφώς αντιαναπτυξιακά". Και παρότι αναγνωρίστηκε, από πολλές πλευρές, η εσφαλμένη τους βάση, όχι μόνον δεν αντικαθίστανται από άλλα, αλλά και διαχρονικά πολλαπλασιάζουν και εντατικοποιούν τα υφεσιακά τους μέτρα. Πώς εξηγείται η τόσο παράδοξη αυτή συμπεριφορά της ΕΕ;
1. Η ΕΕ θυσιάζει την Ελλάδα για να σωθεί το ευρώ
Το διευθυντήριο της ΕΕ, παρότι δεν το ομολογεί, έχει ωστόσο πειστεί ότι το ευρώ κινδυνεύει από την Ελλάδα, διότι τυχόν επίσημη πτώχευσή της και, συνεπώς, έξοδός της από την Ευρωζώνη είναι πολύ πιθανόν ότι θα συμπαρασύρει και άλλες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, που δεν έπαυσαν να αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες, παρά τις παραπειστικές δηλώσεις της ΕΕ ότι "τα κατάφεραν". Η ΕΕ, συνεπώς, φρόντισε να επιλέξει πολιτική που να διαφυλάσσει, στο μέτρο του δυνατού, το ευρώ, έστω και αν αυτή θα ήταν καταστρεπτική για την Ελλάδα.
Η πολιτική αυτή αποκλείει την αναπτυξιακή διάσταση, όχι βέβαια μόνο για την ελληνική περίπτωση, αλλά για το σύνολο των κρατών-μελών, που υποχρεούνται να εφαρμόζουν τους ανελαστικούς όρους του Συμφώνου Σταθερότητας, και ειδικότερα τον όρο περί πληθωρισμού, που δεν επιτρέπεται να υπερβεί το 2%. Ο όρος αυτός κρίθηκε απαραίτητος, από τους πρωτεργάτες του ευρώ, για να εξασφαλίσει την σταθερότητα των τιμών, στο εσωτερικό των οικονομιών των κρατών-μελών, και μέσω αυτής, όπως πίστευαν, θα εξασφαλιζόταν και η σταθερότητα και αξιοπιστία του ευρώ, που όμως δεν υλοποιήθηκε.
Η ερμηνεία αυτή, εξάλλου, εξηγεί και το καταρχήν παράδοξο της μετάλλαξης, της λιτότητας, που από τη φύση της είναι βραχυχρονια, σε πολιτική μόνιμη και μη αντιστρέψιμη. Η αέναη αυτή λιτότητα ευθύνεται για τους αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης του συνόλου των κρατών-μελών της ΕΕ, για την υψηλή ανεργία και για τη διεύρυνση των ανισοτήτων κατανομής του εισοδήματος. Και, ακριβώς, επειδή η ανάπτυξη είναι τόσο ασθενική στην Ευρωζώνη, το χρέος ανέρχεται διαχρονικά, σε πείσμα της εφαρμοζόμενης λιτότητας. Είναι βέβαια ξεκάθαρο ότιι ο αποκλεισμός ταχύρρυθμης ανάπτυξης είναι πολύ επικίνδυνος για την περίπτωση της Ελλάδας, που μόνο χάρη σε αυτήν θα ήταν δυνατόν να ορθοποδήσει και σε βάθος χρόνου να αποπληρώσει το χρέος της.
Η επιλογή αυτή της ΕΕ, που απέκλεισε, από την τόσο βεβαρημένη ελληνική περίπτωση, το δικαίωμα διάσωσης με τη βοήθεια της ανάπτυξης, ήταν απαραίτητο να συγκαλυφτεί. Υιοθετήθηκε, γι' αυτό, από την αρχή της κρίσης, το δόγμα του shock[21] ως η καλύτερη δυνατή λύση, και εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία.Το ζητούμενο ήταν, να πειστεί η Ελλάδα ότι είναι η ίδια υπεύθυνη για όλα όσα της συμβαίνουν. Και, όπως αποδείχθηκε δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Η λογική αλληλουχία είναι η τυφλή αποδοχή σημαντικού ποσοστού του ελληνικού λαού ότι τα Μνημόνια αποβλέπουν στη σωτηρία της Ελλάδας.
1α ) Η ΕΕ παρέχει δάνεια στην Ελλάδα έναντι απάνθρωπων ανταλλαγμάτων
Προκειμένου να αποφευχθεί η επίσημη χρεοκοπία της Ελλάδας, (παρότι η πραγματική ήταν γεγονός από τη στιγμή που δεν μπορούσε πια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της), η ΕΕ και το ΔΝΤ τής παρέχουν αφειδώς δάνεια. Οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι πεπεισμένοι ότι δήθεν χάρη σε αυτά τα δάνεια "οι Έλληνες καλοπερνούν". Η πραγματικότητα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική και περιγράφεται πιστά από τον Μάσιμο ντ'Αλέμα σε συνέντευξή του στο Rai News 24: «Δώσαμε στην Ελλάδα 250 δις ευρώ, αλλά όχι για τις συντάξεις των Ελλήνων, αλλά για να πληρωθούν οι τόκοι στις τράπεζες» είπε χαρακτηριστικά ο Mάσιμο ντ'Αλέμα,[22]
Εξάλλου, πριν τη χορήγηση κάθε δόσης δανείων προηγείται η "αξιολόγηση", που ελέγχει αν στον χρόνο που μεσολαβεί, ανάμεσα σε δύο δάνεια, η εξαθλίωση του λαού έφθασε πράγματι στα άκρα, ή υπάρχουν ακόμη περιθώρια πίεσης. Ανείπωτης έκτασης και μορφής εκβιασμοί, οι συνέπειες των οποίων μετέτρεψαν την Ελλάδα σε τριτοκοσμική χώρα, και στους οποίους τελικά, μετά από επώδυνες αλλά ουσιαστικά οιονεί διαπραγματεύσεις, υποκύπτουν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων έξη ετών, ανεξαρτήτως αν δηλώνουν δεξιές ή αριστερές,. Και υποκύπτουν, αποκλειστικά και μόνον επειδή η τρόικα/ κουαρτέτο κραδαίνει, ως υπέρτατη απειλή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, το Grexit.
1β) Συστηματική τρομοκράτηση εναντίον της μετάβασης στη δραχμή
Ακριβώς επειδή οι εταίροι μας πανικοβάλλονται με την πιθανότητα επιστροφής της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα, επέλεξαν μεθοδεύσεις τρομοκράτησής της, ώστε να αποκλειστεί αυτή η επιστροφή. Το Grexit επιλέχθηκε ως ο Αρμαγεδδών, που χρησιμοποιείται ευρέως, από το διευθυντήριο της ΕΕ, εναντίιον της Ελλάδας, χωρίς πολλές αναλύσεις για το τι θα της συμβεί αν τολμήσει, αλλά πάντως μη αφήνοντας αμφιβολίες για το ότι η επιστροφή σε μια νέα δραχμή ισοδυναμεί με κόλαση επί της Γης.
Παράλληλα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση συμφωνούν απολύτως ότι η τυχόν επιστροφή στο εθνικό της νόμισμα θα σήμαινε καταστροφή για την Ελλάδα. Εξάλλου, η όποιας μορφής αναφορά στην πιθανότητα επανόδου σε μια νέα δραχμή έχει εξελιχθεί σε απαγορευμένη συζήτηση. Όσοι, παρά ταύτα, τολμήσουν να θίξουν το θέμα, αντιμετωπίζονται από τις ελληνικές αρχές των τελευταίων ετών, ως «εχθροί του Έθνους», ως μέλη «συμμορίας της δραχμής», ως «άτομα που αναμένουν να πλουτίσουν από χρήματα που εσκεμμένως έβγαλαν στο εξωτερικό», με απώτερο σκοπό να τα επαναφέρουν στην Ελλάδα για να…θησαυρίσουν[23].
Συνοπτικά, δηλαδή, η επάνοδος στη δραχμή εμφανίζεται ως το τέλος του κόσμου.
Εξαιτίας αυτών των απαράδεκτων μεθοδεύσεων, στις οποίες τα ΜΜΕ έχουν αποφασιστική συμβολή, αποκλείστηκε η μοναδική οδός που θα έθετε πιθανότατα τέρμα στην, χωρίς τέλος, και χωρίς όρια, τραγωδία του ελληνικού λαού.
Β. Γιατί μόνο η επιστροφή σε μια νέα δραχμή μπορεί να σώσει την Ελλάδα
Αν, η δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος αναγνωρίζεται γενικώς πια, ως λάθος, για ολόκληρη την Ευρώπη, οι συνέπειες αυτού του λάθους για την Ελλάδα είναι πολλαπλάσιες. Και διότι η ελληνική οικονομία ήταν ο ασθενέστερος κρίκος, ανάμεσα στις οικονομίες-μέλη της Ευρωζώνης, και γιατί η ισοτιμία δραχμής-ευρώ καθορίστηκε σε πολύ υψηλό επίπεδο, καταστρέφοντας την ανταγωνιστικότητά της, αλλά και γιατί η ανεπαρκής ανάπτυξή της είχε μεγαλύτερη ανάγκη από ταχύρρυθμη πρόοδο και λιγότερο από νομισματική σταθερότητα
1α) Παραμένοντας στο ευρώ δεν υπάρχει μέλλον για την Ελλάδα
.Η Ελλάδα, εκτός και αν στο μεταξύ συμβούν απρόβλεπτες εξελίξεις, που προς το παρόν θεωρούνται εκτός πραγματικότητας, ή είναι αμφίβολες, όπως ριζική αλλαγή ευρωπαϊκής μακροοικονομικής πολιτικής,, δρακόντεια μείωση του ελληνικού χρέους, διάλυση της Ευρωζώνης ή Brexit, δεν έχει ελπίδα επιβίωσης, ως ελεύθερο και κυρίαρχο κράτος, αλλά όσο και αν φαίνεται λαϊκίστική η διαπίστωση, θα υπάρξει ως αποικία χρέους.
Συνεπώς, όλοι όσοι τρομάζουν και αντιδρούν έντονα στην ιδέα της επανόδου στο εθνικό μας νόμισμα, και είναι πολλοί, είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουν με τον εαυτό τους, αν δέχονται για τους ίδιους και τους απογόνους τους αυτήν την πραγματικότητα. Η απάντηση, εικάζω, των περισσοτέρων θα είναι, «μα αν υπάρξει ανάπτυξη, η κατάσταση δεν θα είναι και τόσο απελπιστική». Ακριβώς, η Ελλάδα, πριν από οτιδήποτε άλλο, έχει ανάγκη από ανάπτυξη. Και στο σημείο αυτό προφανώς όσοι αντιδρούν εναντίον της πιθανότητας μιας νέας δραχμής, βασίζονται στην υπόθεση μελλοντικής ανάπτυξης, εντός της Ευρωζώνης, ικανής να βελτιώσει την τύχη της χώρας μας.
Δυστυχώς, αν και η προσδοκία αυτή ενθαρρύνεται και από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήαεις, αλλά και από τους εταίρους μας, πρόκειται για καθαρή ουτοπία. Να υπενθυμίσω ότι η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη επανάφερε το ΑΕΠ της στα επίπεδα του 2001. Για να μπορέσει, συνεπώς, η Ελλάδα να ορθοποδήσει απαιτείται ανάπτυξη, συνεχής επί τουλάχιστον δεκαετία, της τάξης του 4-4,5% ετησίως, που να διοχετεύεται σε συντριπτικά υψηλό ποσοστό της, κυρίως, σε παραγωγικές επενδύσεις, ώστε να είναι δυνατή, σε βάθος χρόνου, η αποπληρωμή του χρέους.
Κάνουν, λοιπόν, σοβαρότατο λάθος (αν, βέβαια, πρόκειται περί λάθους, που είναι δύσκολα πιστευτό) όσοι υποστηρίζουν ότι με τα Μνημόνια και με την στραγγαλιστική ρευστότητα, που μας εξασφαλίζει η Ευρωζώνη, θα είναι δυνατή η ταχύρρυθμη ανάπτυξη, η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωσή μας, σε πλήρη αντίθεση με τα αμφιβόλου ύψους και προέλευσης πρωτογενή πλεονάσματα[24]. Η ταχύρρυθμη ανάπτυξη, που χρειάζεται η Ελλάδα, απαιτεί άφθονη ρευστότητα, σε όρια ελεγχόμενου πληθωρισμού.
Το παρόν άρθρο της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, θα δημοσιευθεί τον προσεχή Σεπτέμβριο, στα γαλλικά, σε συλλογικό Τόμο για την αποτυχημένη Ευρώπη, από τον παρισινό οίκοRocher
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου