5 Ιουν 2016

Ποιος χρειάζεται αυτές τις Τράπεζες ;


E-mail
ΕκτύπωσηPDF
 Γ.Π. Τριανταφυλόπουλος*
Οι τράπεζες. Οι ιερές αγελάδες του κεφαλαίου της εποχής μας. Από απλοί υπηρέτες του εμπορίου έχουν μετατραπεί σε έναν από τους βασικούς μοχλούς της κερδοφορίας, της αναπαραγωγής αλλά και της εξουσίας του κεφαλαίου σε διεθνές επίπεδο. Ο ρόλος τους αυτός επιβάλλει στο κεφάλαιο αφενός μεν να παίρνει όλα τα μέτρα που είναι αναγκαία για να συνεχίσουν και να εντείνουν τη λειτουργία τους αυτή και αφετέρου να εντείνεται η προπαγάνδα για το ρόλο τους στην οικονομία που απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα. Όλοι οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί του κεφαλαίου βρίσκονται στην υπηρεσία των τραπεζών είτε αποκρύπτοντας, είτε διαστρεβλώνοντας είτε λέγοντας απλά ψέματα. Φυσικά το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα.
Μια σειρά από μύθους προβάλλονται για να συσκοτίσουν την πραγματικότητα και να δημιουργήσουν στους πολίτες απόψεις που πολλές φορές ελάχιστη σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Δύο από τους μεγαλύτερους μύθους και προπαγανδιστικούς στόχους από τη μεριά του αστικού συστήματος εξουσίας είναι κι αυτοί που αφορούν το ρόλο των λεγόμενων «αγορών» και των τραπεζών. Εδώ θα μας απασχολήσει το δεύτερο. Οι τράπεζες. ο ρόλος των τραπεζών από την αρχή ης λειτουργίας τους, κατά τον 13ο αιώνα, σε διεθνές επίπεδο μας έχει απασχολήσει αλλού. Εδώ θα μας απασχολήσουν οι ελληνικές τράπεζες.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ. 1840-1928
Το τι ρόλο έπαιζαν οι τράπεζες στην Ελλάδα συνδέεται κυρίως με το ρόλο της Εθνικής που παρέμεινε κυρίαρχη για πολλές δεκαετίες στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μετά την ίδρυσή της το 1841.
Στην ΕΤΕ είχε εκχωρηθεί το εκδοτικό δικαίωμα. Δηλαδή το δικαίωμα να τυπώνει χρήμα. Στο ιδρυτικό κεφάλαιο της ΕΤΕ συμμετείχε και το δημόσιο με ποσοστό 20%. «Παράλληλα προς τη συντηρητική εκδοτική της δραστηριότητα, η ΕΤΕ άσκησε μια «σφικτή» πολιτική χορηγήσεων, πολιτική που δημιούργησε πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις που αμφισβητούσαν, όχι άδικα, τον αναπτυξιακό χαρακτήρα της πολιτικής της. Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση στη βουλή το 1856,όπου στις επικρίσεις για τα υψηλά μεταλλικά αποθέματα που μένουν ανενεργά στα ταμεία της τράπεζας και στις ισχνές χορηγήσεις, κυρίως προς τον αγροτικό τομέα. Ο Ε. Κεχαγιάς, ως εκπρόσωπος της τράπεζας απάντησε πως η ΕΤΕ κρατάει ανενεργά τα κεφάλαιά της «διότι δεν ευρίσκει την δέουσαν ασφάλεια εις τα επί υποθήκη δάνεια, των οποίων υπάρχει μεγαλυτέρα ανάγκη εις τον τόπον…. Οι χορηγήσεις που συμβάδιζαν με την εκδοτική δραστηριότητα ήταν αυτές που είχαν βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα και πρόσφεραν τη δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης τους, όταν το απαιτούσαν οι συνθήκες της αγοράς. (Γ. Στασινόπουλος στο: Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τον 19ο αιώνα. Επιμέλεια Κ. Κωστής, Σ. Πετμεζάς σ 384).
Η ΕΤΕ είχε τη συμβατική υποχρέωση, επειδή της εκχωρήθηκε το εκδοτικό δικαίωμα, να χορηγεί δάνεια στους αγρότες με επιτόκιο 8%. Η ΕΤΕ ζητούσε όμως την εγγραφή υποθήκης για τη χορήγηση δανείων στους καλλιεργητές. Αφού όμως οι εθνικές γαίες δεν διανεμήθηκαν οι καλλιεργητές δεν είχαν γη και επομένως αποκλείονταν από το δανεισμό. Οι μόνοι που είχαν γη ήσαν οι κοτζαμπάσηδες οι οποίοι και έπαιρναν τα δάνεια. Αυτοί κατόπιν, με τη χρήση διαφόρων μεσαζόντων, τα χορηγούσαν στους πραγματικούς αγρότες με το τελικό επιτόκιο να φτάνει και το 40%! Μεταξύ 1842 και 1861 η τράπεζα παρείχε σε κτηματίες δάνεια που υπάγονταν στην κατηγορία «δάνεια και ανοικτοί λογαριασμοί επί υποθήκη» Ήταν δάνεια μεσομακροπρόθεσμα με προθεσμίες πολλών μηνών ή και ολίγων ετών, ιδίως αν συνυπολογίσει κανείς και τις ανανεώσεις. Αυτή η κατηγορία περιλάμβανε δάνεια προς κτηματίες μεγάλους, μεσαίους και μικρούς (και εξ ορισμού ουδέποτε σε ακτήμονες.)» ( Γ. Β. Δερτιλής. Ιστορία του Ελληνικού κράτους σ 173.).
Με τις μεθόδους αυτές και με τη μέθοδο της εμφύτευσης στις φυτείες σταφίδας η γη περνούσε στα χέρια των μεγαλογαιοκτημόνων ενώ η ΕΤΕ εξασφάλιζε υψηλότατα και σίγουρα κέρδη προσεταιριζόμενη και σε αγαστή συνεργασία με τους τοκογλύφους. «…έτσι με έναν άτυπο, σιωπηρό συμβιβασμό, διαμορφώθηκε το νέο σχήμα του αλυσιδωτού δανεισμού, με επικεφαλής την τράπεζα. Οι έμποροι- τοκιστές- κτηματίες, παρέχοντας τις απαιτούμενες εγγυήσεις δανείζονταν εκείνοι τα τραπεζικά κεφάλαια, τα επαναδάνειζαν στους αγρότες και καρπώνονταν τη διαφορά του τραπεζικού επιτοκίου 8-10% και του 12-48% που χρέωναν» (για περισσότερα Γ. Β. Δερτιλής. Ιστορία του Ελληνικού κράτους σ 176.). Ο απόηχος των πολιτικών αυτών φτάνει μέχρι σήμερα με πολλούς κατόχους γαιών, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο να μην έχουν τίτλους. Ένας από αυτούς είναι κι αυτός που σας γράφει αυτά που διαβάζεται τώρα.
Η εφημερίδα Μέλλον σε άρθρο με τίτλο «Η ελευθερία των τραπεζών» έγραφε στις 19/6/ 1873: «Μέγα, λέγουν, κατεπράξαντο αγαθόν, περιορίσαντες [τον τόκον] εις 7, εις 6 και εις 5 τοις εκατόν… Τι συμβήσεται εντεύθεν; … οι μικροί τραπεζίται και κεφαλαιούχοι, οι τοκογλύφοι, θα δανείζωσι προς τους δεομένους προς 9 και 10 και 15 τοις 100. Και δεν είναι μικρά τα κεφάλαια τούτων δύνανται να συναριθμηθώσιν εις διπλάσια και τριπλάσια των 20 ή 30 εκατομμυρίων της τραπέζης. Και τι προσέτι το χείριστον; Και αυτά τα 20, 30 της τραπέζης, πλην των ολίγων αγροτικών και κτηματικών, θα αρπάσουν κατά προτίμηση οι ευπορότερο, αυτοί εκείνοι οι ιδιαίτεροι τραπεζίται και τοκογλύφοι, διά να τα επανατοκίσωσι με διπλάσιον τόκον». (αναφέρεται στο Γ. Β. Δερτιλής σ 178)
Και καταλήγει ο Δερτιλής, «Η ασφαλέστερη απόδειξη για την ύπαρξη και για τον τρόπο λειτουργίας του δικτύου αυτού είναι το ίδιο το πελατολόγιο της Εθνικής. Οι πελάτες της εμφανίζονταν στους πιστωτικούς της καταλόγους με το επάγγελμα που οι ίδιοι δήλωναν. Εκεί, λοιπόν, εκτός από τα εύηχα επαγγέλματα του τραπεζίτη και του χρηματιστή, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι δήλωναν συχνά, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, τα επαγγέλματα ¨τοκιτζής΄ ή απλώς τοκογλύφος.» (Γ. Β. Δερτιλής σ 179)
Ας συνεχίσουμε όμως. Οι χορηγήσεις κατευθύνονταν επομένως σε μη παραγωγικούς τομείς. Έτσι το 1863: «Τέτοιου τύπου χορηγήσεις ήταν οι προεξοφλήσεις και οι ανοιχτοί λογαριασμοί που έφθασαν να αποτελούν πάνα από το 80% του χαρτοφυλακίου της ΕΤΕ…». Μετά την πολιτειακή μεταβολή του 1862: «Ήταν πλέον σαφές πως το κράτος δε μπορούσε να επαφίεται στην καλή θέληση της ΕΤΕ, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις χορηγήσεις της προς τον αγροτικό τομέα….» σ 388. Παρά τις παραπάνω διαπιστώσεις τίποτα δεν άλλαξε. « Η «δημόσια πελατεία» της Εθνικής, κράτος, δήμοι και Ν.Π.Δ.Δ. απορροφούσαν το 3% των χορηγήσεων στο 1848-51. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 8% το 1860-63 και στο 41% το 1877-80νγια να φτάσει στο 63% το 1892-95.» (Γ. Β. Δερτιλής. Ιστορία του Ελληνικού κράτους σ 170.).

Οι τράπεζες, και κυρίως η ΕΤΕ, προσκόμιζαν κέρδη από τη διαχείριση του δημοσίου χρέους και το δανεισμό του κράτους: «Η ΕΤΕ δεν ήταν άμοιρη ευθυνών για τις εξελίξεις αυτές. Αφενός φρόντισε να εκμεταλλευτεί τις αυξημένες δανειακές ανάγκες του κράτους για να αποσπάσει από αυτό τη χρονική επέκταση του εκδοτικού της προνομίου, αφετέρου επαναπαύτηκε στις υψηλές και σχετικά ασφαλείς αποδόσεις που πρόσφεραν τα δάνεια αυτά, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό την υψηλή κερδοφορία της. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1887 και εντεύθεν τα έσοδα από τις χορηγήσεις στο κράτος και τα Ν.Π.Δ.Δ. καλύπτουν σταθερά πάνω από το 40% της συνολικής κερδοφορίας της.» (Γ. Στασινόπουλος στο: Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τον 19ο αιώνα. Επιμέλεια Κ. Κωστής, Σ. Πετμεζάς σ 394).
Όσον αφορά τώρα την ίδρυση και άλλων ιδιωτικών τραπεζών από το 1880 και μετά κυρίως η κατάσταση δεν άλλαξε. Όσες απέκτησαν εκδοτικό δικαίωμα, Ιονική και Ηπειροθεσσαλίας , ακολούθησαν την τακτική της ΕΤΕ έχοντας προνομιακές σχέσεις με το κράτος. «Από τη δεκαετία του 1880, στα χαρτοφυλάκια των τριών εκδοτικών τραπεζών τα κρατικά χρεόγραφα κατέχουν δεσπόζουσα θέση, σηματοδοτώντας έτσι την κυριαρχία του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού τομέα…. Ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε κυρίως με βάση το εκδοτικό προνόμιο και τα δάνεια προς το κράτος.» (Γ. Στασινόπουλος στο: Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τον 19ο αιώνα. Επιμέλεια Κ. Κωστής, Σ. Πετμεζάς σ 398).
Παρά τα αμφιλεγόμενα αποτελέσματά των λεγόμενων αναπτυξιακών τραπεζών στη Δυτική Ευρώπη στη βιομηχανικά ανάπτυξη (δες τα άρθρα που προτείνονται στο τέλος) η αίγλη τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ήταν σημαντική σε όλη την Ευρώπη και ιδιαίτερα στις χώρες που υπολείπονταν στη βιομηχανική ανάπτυξη σε σχέση με τη Βρετανία κυρίως. Η μόδα των αναπτυξιακών τραπεζών μεταφέρθηκα και στην Ελλάδα
Οι όποιες αναιμικές προσπάθειες, κατά τις δεκαετίες 1870, 1880 - Γενική Πιστωτική Τράπεζα, Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως- για την ίδρυση τραπεζών που θα κατεύθυναν τις χορηγήσεις τους προς τον ιδιωτικό τομέα δεν απέδωσαν κάτι και οδηγήθηκαν στο μαρασμό. Την ίδια περίπου τύχη είχαν και τα εγχειρήματα της ίδρυσης της Τραπέζης Αθηνών το 1893 – την πρώτη ουσιαστικά τράπεζα καταθέσεων στην Ελλάδα-, της Λαϊκής Τραπέζης το 1905, της Εμπορικής τραπέζης το 1907 και της βραχύβιας Σταφιδικής Τράπεζας το 1899. Η μοναδική τράπεζα που κατά τις αρχές του 20ου αιώνα χρηματοδότησε και συνδέθηκε με τη βιομηχανία, και ιδιαίτερα την οινοποιία και τη ναυτιλία, είναι η Τράπεζα Αθηνών. Η Τράπεζα Αθηνών συγχωνεύτηκε με την Εθνική το 1953. Οι νέες αυτές τράπεζες απευθύνονταν στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα κυρίως και αν και κατάφεραν να φέρουν έναν άλλο αέρα στο τραπεζικό σύστημα εντούτοις: «Η οιωνεί μονοπωλιακή της θέση (της ΕΤΕ) στο τραπεζικό σύστημα ενισχύθηκε περαιτέρω με την απορρόφηση της Προνομιούχου Τράπεζας Ηπειροθεσσαλίας, το 1899, …» (Γ. Στασινόπουλος στο: Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τον 19ο αιώνα. Επιμέλεια Κ. Κωστής, Σ. Πετμεζάς σ 400). Μεταξύ 1918 και 1926 πολλές τράπεζες ιδρύθηκαν και πολλά υποκαταστήματα ξένων τραπεζών άνοιξαν στην Ελλάδα χωρίς να μεταβληθεί κάτι ουσιαστικά.    
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ. 1928- 1950
Έτσι συνεχίζονταν τα πράγματα μέχρι και την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος το 1928. Είναι αξιοσημείωτο πως η κεντρική τράπεζα στην Ελλάδα η οποία θα είχε το εκδοτικό δικαίωμα κατ’ αποκλειστικότητα αλλά και τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής επιβλήθηκε από την Κοινωνία των Εθνών σαν όρος για την παροχή δανείου. Οι κυρίαρχη ελληνική πολιτική τάξη εξυπηρετώντας κατ’ απόλυτη αποκλειστικότητα τα συμφέροντα της κρατικοδίαιτης και κομπραδόρικης αστικής τάξης ούτε που σκεφτόταν να πάρει από τα χέρια των ιδιωτών την χρυσοτόκο όρνιθα του εκδοτικού δικαιώματος.
«Ωστόσο, και σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, έγιναν πολλές προσπάθειες να φαλκιδευτεί ο δεσμός της κεντρικής τράπεζας στην Ελλάδα…. Η ΕΤΕ που για 77 χρόνια (από το 1841) εκτελούσε τις λειτουργίες μιας τέτοιας τράπεζας προσπάθησε με κάθε τρόπο να υπονομεύσει τη νέα εκδοτική τράπεζα. Όταν της ζητήθηκε όλα τα κρατικά αποθέματα χρυσού στην ΤτΕ προκειμένου αυτή να μπορέσει να καλύψει τα χαρτονομίσματα που σχεδίαζε να εκδώσει, η ΕΤΕ μεταβίβασε μέρος μόνο των ομολογιών σε χρυσό, παρακρατώντας ένα μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους για λογαριασμό ης. Επιπλέον ένα μεγάλο τμήμα αυτών των ομολογιών που μεταβίβασε η ΕΤΕ δεν ήταν ρευστοποιήσιμο και προερχόταν από την πληθωριστική περίοδο του 1920…. Οι οκτώ μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες μάλιστα, με επικεφαλής την ΕΤΕ, σχημάτισαν τον Αύγουστο του 1928 την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών με προφανή σκοπό να δημιουργήσουν ένα κοινό μέτωπο ενάντια στην ΤτΕ και φυσικά να μειώσουν όσο το δυνατό τον διατραπεζικό ανταγωνισμό » (Σύγχρονες προσεγγίσεις της ελληνικής οικονομίας. Επιμέλεια Κόλλιας, Ναξάκης, Χλέτσος σ 55).
Τελικά η ΤτΕ με το συνεχή έλεγχο και την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών κατάφερε να εδραιωθείεπιβάλλοντας χαμηλά επιτόκια και ο ρόλος της εδραιώθηκε μετά την πτώχευση του δημοσίου το 1932. Το 1928 ιδρύθηκε και η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος η οποία και άρχισε να αλλάζει τα δεδομένα στη χρηματοδότηση του αγροτικού τομέα.
Επίσης η χρηματοδότηση της βιομηχανίας ήταν τελείως περιθωριακή. Ο κύριος λόγος ήταν πως το κέρδος από τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας ήταν πολύ μικρό σε σχέση με τα κέρδη από άλλες δραστηριότητες. « Ένα παράδειγμα εικονογραφεί καλά τα παραπάνω: η χρηματοδότηση της βιομηχανίας καπνού από την Τράπεζα Καραβασίλη με 45 εκατ. Δρχ το 1926, απέφερε καθαρό κέρδος μόνο 1,8 εκατ. ενώ η χρησιμοποίηση 14,2 εκατ. Δρχ (δηλαδή λιγότερο από ένα τρίτο του ποσού της βιομηχανικής χορήγησης) σε άλλες τραπεζικές εργασίες απέφερε καθαρό κέρδος 4,1 εκατ. Δρχ). (Κ. Κωστή, Β. Τσοκόπουλου Οι τράπεζες στην Ελλάδα 1898-1928. σ 119).  
Σε όλη επομένως τη μακρά αυτή περίοδο των 100 ετών οι τράπεζες έπαιξαν ένα πολύ μικρό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η μελέτη της ιστορίας των τραπεζών, και ιδιαίτερα της Εθνικής, εύκολα μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι τράπεζες απλά κερδοσκοπούσαν με το εκδοτικό δικαίωμα, το δανεισμό του δημοσίου και τη διαχείριση του δημοσίου χρέους. «Πράγματι, η εκτύπωση χαρτονομίσματος δεν εκόστιζε σχεδόν τίποτε, ενώ ο τόκος που απέφερε ήταν 8% μεικτός ή 4,5% καθαρός, αν αφαιρεθεί ο τόκος του αποθέματος, που ήταν υποχρεωμένη η τράπεζα να διατηρεί σε μέταλλο.¨(Γ. ΔΕΡΤΙΛΗΣ. Το ζήτημα των τραπεζών. ΜΙΕΤ σ 25)
Συμμαχώντας επίσης με τους τοκογλύφους και τους πλούσιους γαιοκτήμονες απομυζούσαν τους αγρότες κυρίως χωρίς να ανταποκρίνονται ούτε καν στις συμβατικές υποχρεώσεις τους. Και όχι μόνο. Η επιλεκτική αυτή χρηματοδότηση οδήγησε σε μονοκαλλιέργεια και όταν ήρθε η σταφιδική κρίση χιλιάδες αγροτικά νοικοκυριά οδηγήθηκαν στην οικονομική καταστροφή ενώ η εθνική οικονομία υπέστη βαρύ πλήγμα. Οι όποιες ενστάσεις πως η δράση των τραπεζών κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα έπαιξαν θετικό ρόλο στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής και νομισματικής πειθαρχίας και σταθερότητας είναι απολύτως έωλα. Και τα δύο παραπάνω θέματα είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του δημοσίου. Η παραχώρησή τους σε ιδιώτες το μόνο που προσφέρει είναι δύναμη στο κεφάλαιο που φυσικά θα τη χρησιμοποιήσει προς όφελός του.    
ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ. 1950-1990
Μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου το τραπεζικό σύστημα είχε καταρρεύσει, σαν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της οικονομίας. η μοναδική πηγή κεφαλαίων ήταν η Τράπεζα της Ελλάδος μια και είχε το εκδοτικό δικαίωμα. Το 1951 με τον αναγκαστικό νόμο 1665 Περί λειτουργίας και ελέγχου των Τραπεζών ρυθμίστηκε ο τρόπος και τα μέσα παρακολούθησης της λειτουργίας των τραπεζών. Ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής ήταν υπό τον έλεγχο της Νομισματικής Επιτροπής η οποία για την άσκηση του ελέγχου στο τραπεζικό σύστημα είχε στη διάθεσή της την Γενική Επιθεώρηση Τραπεζών.  
Από την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος και μετά ξεκίνησε η διαδικασία ελέγχου της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής από το κράτος ενώ καθιερώνονται με αργό ρυθμό και οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις του κράτους στη λειτουργία των εμπορικών τραπεζών. Μέχρι το 1982, έτος κατάργησης της, Νομισματικής Επιτροπής (1946-1982) το κράτος μέσω της επιτροπής ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο στις τράπεζες καθορίζονταν ένα πλαίσιο λειτουργίας τους που ήταν σύμφωνο με τις ασκούμενες οικονομικές πολιτικές. Μετά τη λήξη του εμφυλίου κι ενώ η ελληνική οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται ταχύτατα η κρατική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα ήταν ισχυρότατη. Το 1953 το κράτος επιβάλλει τη συγχώνευση της ΕΤΕ με την Τράπεζα Αθηνών ενώ αναπτύσσεται ισχυρά και η Εμπορική Τράπεζα, την οποία είχε αγοράσει ο Ανδρεάδης, λόγω της ευνοϊκής μεταχείρισής της από την κυβέρνηση Παπάγου.
Τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας ανέλαβαν κρατικά ιδρύματα και οργανισμοί που ιδρύθηκαν για το σκοπό αυτό. Το 1959 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΟΒΑ) με πλειοψηφικά κεφάλαια του δημοσίου. Το 1964 η συγχώνευση των δημοσίων ΟΧΟΑ, ΟΒΑ και του Οργανισμού Τουριστικής Πίστεως οδήγησε στη δημιουργία της Ελληνικής Τράπεζες Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ). Το 1964 με απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΕΒΑ). Στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΤΕΒΑ συμμετείχαν και ξένες τράπεζες με 71,4 εκατομμύρια δραχμές σε συνολικό κεφάλαιο 180 εκατομμυρίων δραχμών.
Η περίοδος αυτή ήταν κι εκείνη κατά την οποία αυξήθηκε και η χρηματοδότηση στη βιομηχανία. «¨Όμως παρ’ όλες τις κριτικές που μπορούν να απευθυνθούν στη συγκεκριμένη επιλογή είναι η μοναδική περίοδος στην ελληνική οικονομία κατά την οποία πραγματοποιούνται τόσο μαζικές βιομηχανικές επενδύσεις ώστε πραγματικά αλλάζουν το χαρακτήρα της» γράφει ο Μελάς. (Κ.ΜΕΛΑΣ Η Ιστορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος: ο υπηρέτης. σ 20). Αφού εδώ ασχολούμαστε μόνο με τις τράπεζες και το ρόλο τους στην ελληνική οικονομία δε θα ασχοληθούμε κι εμείς με τα επιμέρους προβλήματα και την κριτική στην παραπάνω πολιτική.
Από την μεταπολίτευση και μετά το σύνολο σχεδόν του τραπεζικού τομέα βρίσκεται πλέον υπό τον έλεγχο του δημοσίου με μόνη την Τράπεζα Πίστεως να βρίσκεται υπό ιδιωτικό έλεγχο και τις νεοϊδρυθείσες Εργασίας και Κρήτης.
Σε όλη επομένως την περίοδο από το 1950 ως το 1990 περίπου όπως το διατυπώνει ο Κ. Μελάς:
«Κύριο χαρακτηριστικό της φάσης αυτής, είναι η έντονη, συστηματική και πολύπλευρη κρατική παρέμβαση στην άσκηση της τραπεζικής πίστης εντός του γενικότερου πλαισίου των σύγχρονων διεθνών αντιλήψεων της αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής. Η παρουσία του κράτους στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος ενισχύθηκε αισθητά κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 με κύρια χαρακτηριστικά την ίδρυση της, κυβερνητικής σύνθεσης, Νομισματικής Επιτροπής η οποία μέχρι το 1982, οπότε και καταργήθηκε, ήταν αρμόδια για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα και την άσκηση στις εμπορικές τράπεζες κάθε μορφής κατασταλτικών ελέγχων, περιλαμβανομένων του καθορισμού των επιτοκίων χορηγήσεων και πάσης φύσεως καταθέσεων, αλλά και των όρων και προϋποθέσεων διάθεσης όλων των τραπεζικών προϊόντων.» (Κ.ΜΕΛΑΣ Η Ιστορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος: ο υπηρέτης. σ 1 )
Από το 1983 αρχίζει ουσιαστικά και η περίοδος απορύθμισης του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα με την κατάργηση της Νομισματικής Επιτροπής ενώ ο τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να ανήκει και να ελέγχεται από το κράτος στη συντριπτική πλειονότητά του. Από το 1993 αρχίζει η ουσιαστική απόσυρση του κράτους από τον τραπεζικό τομέα μέσω μιας ταχύτατης διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεων και με την άρση των ελέγχων στην πιστωτική πολιτική και την τραπεζική αγορά. Ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα ολιγοπωλιακός καθώς στο τέλος του 2000 οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες ήλεγχαν σε ποσοστά μεταξύ 80 και 90% το ενεργητικό, τις καταθέσεις και τις χορηγήσεις. Παράλληλα η διαδικασία συγκέντρωσης του τραπεζικού κεφαλαίου συνεχιζόταν με έντονους ρυθμούς μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων.  
Για τη δεύτερη αυτή περίοδο μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής:  
1. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η έντονη και ισχυρή κρατική παρέμβαση στην πιστωτική πολιτική και στον έλεγχο αυτής.  
2. Το κράτος ιδρύει μια σειρά από τράπεζες οι οποίες και αναλαμβάνουν τη χρηματοδότηση της οικονομίας με στόχο την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και κυρίως της βιομηχανίας.  
3. Το κράτος, μέσω της Νομισματικής Επιτροπής, ασκούσε έναν απόλυτο σχεδόν έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα καθορίζοντας έτσι την υλοποίηση των οικονομικών πολιτικών του και τον σχεδιασμό της για την ελληνική οικονομία.  
4. Από το 1982 και μετά αρχίζει η απόσυρση του κράτους από τη ρύθμιση και τον έλεγχο του τραπεζικού τομέα.  
ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ. 1990 – 2014
Μεταξύ 1982 και 1993 μια σειρά από μεταβολές συνέβησαν στον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών οδηγώντας σταδιακά στην απορρύθμιση ων προηγούμενων κανονισμών λειτουργίας των τραπεζών. Από το 1993 ξεκινά και η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών. Ιδιωτικοποιούνται η Τράπεζα Πειραιώς, Τράπεζα Κρήτης, Τράπεζα Αθηνών, Τράπεζα Μακεδονίας Θράκης, Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδος, Τράπεζα Χίου, Τράπεζα Αττικής, Ιονική Τράπεζα και Λαϊκή Τράπεζα. Ταυτόχρονα γίνονταν σημαντικές εξαγορές με αποτέλεσμα στις αρχές του 2000 να κυριαρχούν απόλυτα 5 τραπεζικοί όμιλοι: της Εθνικής, της Πίστεως, της Εμπορικής, Αγροτικής και της Eurobank.
Στο διάστημα από το 1980 ως το 2000, και ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, είχαμε μια δραματική μεταβολή στην κατεύθυνση των πιστώσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις και η μεταβολή των κανόνων λειτουργίας των τραπεζών είχαν σαν αποτέλεσμα την μεταβολή της δομής της ελληνικής οικονομίας. οι τράπεζες συνέβαλαν ισχυρά σε αυτό με το να κατευθύνουν τις πιστώσεις πέρα κι έξω από το χώρο της παραγωγής. Φυσικά η μεταβολή αυτή είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και βρίσκεται σε συμφωνία με όσα συνέβαιναν στο σύνολο των οικονομιών των αναπτυγμένων χωρών. Κι εκεί οι ιδιωτικές τράπεζες κατεύθυναν τις πιστώσεις στους πιο κερδοφόρους γι αυτές τομείς. Οι τράπεζες αποτελούσαν το μοχλό του μετασχηματισμού των οικονομιών. Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε την κατανομή των πιστώσεων στους διάφορους οικονομικούς τομείς το 1980 και το 2001.
Πίνακας 1
Πολλά μας αποκαλύπτει ο πίνακας 1. Οι χορηγήσεις στην αγροτική οικονομία από 17,5% επί των συνολικών χορηγήσεων το 1980 έπεσε στο 5,2% το 2001. Το σύνολο των χορηγήσεων στη γεωργία προερχόταν δε από την Αγροτική Τράπεζα. Οι χορηγήσεις προς τη βιομηχανία και βιοτεχνία από 48,2% το 1980 επί των συνολικών χορηγήσεων έπεσε στο 17,8% το 2001. Ενώ λοιπόν το 1980 η χρηματοδότηση της παραγωγής από τις τράπεζες, αγροτικός και βιομηχανικός τομέας, κάλυπτε το 65,7% των συνολικών χορηγήσεων το 2001 το αντίστοιχο ποσοστό είχε πέσει στο 23% μόνο! Αντίθετα βλέπουμε το εσωτερικό εμπόριο να αυξάνει αλματωδώς το ποσοστό του στις χορηγήσεις από 6% το 1980 σε 16,7% το 2001. Η στρεβλή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας σε όλο της το μεγαλείο!
Ας έρθουμε τώρα στην τελευταία και πλέον καθοριστική περίοδο. Αυτή δηλαδή της δεκαετίας του 2000 στην οποία και ολοκληρώνεται η ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού τομέα, απορυθμίζεται το τραπεζικό σύστημα, απεμπολείται η νομισματική κυριαρχία με την υιοθέτηση του ευρώ.
Αυτή είναι ταυτόχρονα και η περίοδος κατά την οποία ο ισχυρισμός για τον κεντρικό ρόλο των τραπεζών στις οικονομίες των αναπτυγμένων χωρών και η διαφήμιση της δράσης τους έλαβε τερατώδεις διαστάσεις μη αφήνοντας ουσιαστικά περιθώρια για αντίλογο μια και ο ρόλος αυτός θεωρείτο και θεωρείτε ακόμη αυταπόδεικτος. Ας μας επιτραπεί να πούμε πως τα μέχρι τώρα δεδομένα μόνο αυταπόδεικτο δεν δείχνουν τον ισχυρισμό αυτό. Ας προχωρήσουμε όμως.
Μεταξύ 2003 και 2008 οι κυβερνήσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ συνέχισαν τις αλλαγές στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών επιτρέποντάς τους να βγάζουν καλυμμένα ομόλογα, με τις δικές μας περιουσίες εννοείται. Οι τράπεζες άρχισαν αμέσως την έκδοση ομολόγων σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την αξία των ομολογιακών εκδόσεων των ελληνικών τραπεζών.

Ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε από 80 δισεκατομμύρια ευρώ το 2006 στα 160 δισεκατομμύρια ευρώ το 2008. Μέσα δηλαδή σε μια τριετία διπλασίασαν το δανεισμό τους (διάγραμμα 3).
Διάγραμμα 3
Η πολιτική αυτή του αθρόου δανεισμού των τραπεζών αύξησε κατακόρυφα το εξωτερικό χρέος της χώρας επιδεινώνοντας τη διεθνή επενδυτική της θέση. Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε την εξέλιξη του εξωτερικού χρέους της κυβέρνησης, της Τράπεζας της Ελλάδος, των υπόλοιπων τραπεζών και τις Άμεσες επενδύσεις από το 2006 ως το 2010.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
2006
2007
2008
2009
2010
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΟ
181
1.211
5.489
8.190
1.922
ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΟ
154.479
175.895
186.496
211.356
193.454
ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΟ
8.183
10.797
35.348
49.036
87.868
ΛΟΙΠΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΟ
33.585
54.855
70.161
75.843
103.157
ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΟ
35.039
42.569
41.033
37.018
23.437
ΣΥΝΟΛΟ
68.624
97.424
111.194
112.861
126.594
ΛΟΙΠΟΙ ΤΟΜΕΙΣ
ΒΡΑΧΥΠΡΟΘΕΣΜΟ
1.311
1.349
1.250
623
516
ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΟ
17.326
18.152
20.002
23.593
16.887
ΣΥΝΟΛΟ
18.637
19.501
21.252
24.216
17.403
ΑΜΕΣΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ
620
826
537
266
145
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ
2.183
2.886
2.271
1.934
1.758
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ
252.906
308.539
362.587
407.859
429.144
ΠΗΓΗ: ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ.
Στον πίνακα που ακολουθεί βλέπουμε το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος του πιστωτικού συστήματος στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη.
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΧΡΕΟΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ
2007
2008
2009
2010
ΔΙΣ ΕΥΡΩ
% ΑΕΠ
ΔΙΣ ΕΥΡΩ
% ΑΕΠ
ΔΙΣ ΕΥΡΩ
% ΑΕΠ
ΔΙΣ ΕΥΡΩ
% ΑΕΠ
ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΕΛΛΑΔΑ
10,8
4,6
35,3
14,9
49,0
20,9
87,1
37,8
ΕΥΡΩΖΩΝΗ
202,1
2,2
482,9
5,2
252,0
2,8
268,9
2,9
ΛΟΙΠΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
ΕΛΛΑΔΑ
97,4
42,9
111,2
46,9
112,9
48,0
115,2
50,0
ΕΥΡΩΖΩΝΗ
5.228,6
57,8
5.023,7
54,3
4.598,7
51,3
4.749,1
51,7
ΠΗΓΗ: ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΈΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ (2010), Σ. 120 ΚΑΙ ECB, MONTHLYBULLETIN, MAY 2011.
Τα δεδομένα των πινάκων μας πληροφορούν πως οι ελληνικές τράπεζες άρχισαν αργότερα από τις τράπεζες των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης να αυξάνουν το δανεισμό τους αλλά όταν άλλαξε το νομικό πλαίσιο και αυτό έγινε εφικτό οι ρυθμοί δανεισμού τους ήσαν τέτοιοι που ξεπέρασαν σε συντομότατο χρονικό διάστημα το χρέος τους, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, ξεπέρασε το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης.
Μετά επομένως την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών και ιδιαίτερα μετά την είσοδο στο ευρώ και την εύκολη χρηματοδότησή τους οι ελληνικές τράπεζες ξεκίνησαν τον αθρόο και χωρίς κριτήρια και ελέγχους δανεισμό ιδιωτών και επιχειρήσεων.. Η πιστωτική επέκταση, μια τακτική του διεθνούς κεφαλαίου την οποία μάλιστα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα άργησε να ακολουθήσει λόγω νομικών κυρίως περιορισμών, ξεκίνησε στην Ελλάδα μετά την είσοδο στο ευρώ κυρίως. Το αποτέλεσμα ήταν η εκτίναξη του λόγου δανείων προς καταθέσεις (διάγραμμα 3). Ο λόγος δανείων προς καταθέσεις είχε φτάσει στο 1,15 περίπου από το 2008 ήδη με τις ιδιωτικές κυρίως τράπεζες να τον έχουν φτάσει σε πολύ ψηλότερα επίπεδα. Στο 1,15 τον κράτησε η συγκρατημένη πιστωτική επέκταση των υπό δημόσιο έλεγχο τραπεζών. Καθώς οι καταθέσεις άρχισαν να μειώνονται απότομα ο λόγος έφτασε στο 1,3 ενώ η οικονομία συρρικνωνόταν και τα εισοδήματα εργαζόμενων, συνταξιούχων και αυτοαπασχολούμενων μειώνονταν δραματικά. Ξεκίνησε τότε η διαδικασία απομόχλευσης με το λόγο να πέφτει πάλι στο 1,15 περίπου το 2013.
Διάγραμμα 4
Ας δούμε στον επόμενο πίνακα τα δάνεια στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα και την ευρωζώνη το 1998 και το 2009 για να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για την πιστωτική πολιτική των ελληνικών τραπεζών.  
ΠΙΝΑΚΑΣ 4
Ο πίνακας μας πληροφορεί πως στο παραπάνω χρονικό διάστημα εκτινάχτηκαν οι χορηγήσεις προς τα νοικοκυριά μέσω των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ξεπερνώντας τους μέσους όρους της ευρωζώνης στις δύο αυτές κατηγορίες. Τα ποσοστά των στεγαστικών δανείων το 1998 ανέρχονταν στη Ελλάδα στο 5,8% του ΑΕΠ ενώ στην ευρωζώνη στο 24,2%. Το 2009 τα στεγαστικά δάνεια είχαν εκτιναχτεί στο 33,9 του ΑΕΠ και στη ευρωζώνη έφτασαν στο 39,5%. Η ίδια εικόνα παρουσιάζεται και στακαταναλωτικά δάνεια. Από 2,5% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έφτασαν στο 16,5% το 2009 ενώ στην ευρωζώνη από 6,6% έφτασαν στο 15,6. Βλέπουμε πως οι ελληνικές τράπεζες εκμεταλλεύτηκαν με εξαιρετική ταχύτητα το νέο περιβάλλον που δημιουργήθηκε με τις ιδιωτικοποιήσεις στον τραπεζικό τομέα και τα χαμηλά επιτόκια του ευρώ για να εκτινάξουν το δανεισμό των νοικοκυριών κυρίως (διάγραμμα 5).
Διάγραμμα 5
Παρατηρούμε πως ο δανεισμός των νοικοκυριών ξεπέρασε άνετα το δανεισμό των επιχειρήσεων σε χρονικό διάστημα μικρότερο της δεκαετίας. . Αποτέλεσμα τις τακτικής των ανεξέλεγκτων χορηγήσεων ήταν ο λόγος δάνεια προς καταθέσεις από το 0,95 που βρισκόταν το 2001 να φτάσει στο 1,25 το 2008. Όπως μας δείχνει το επόμενο διάγραμμα.
Διάγραμμα 6
Ας περάσουμε τώρα στο ζήτημα των χορηγήσεων στις επιχειρήσεις για να δούμε πως κατανέμονταν κι εκεί τα δάνεια. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη και αποκαλύπτει τον πραγματικό ρόλο των τραπεζών στην οικονομία. απαντά ουσιαστικά δηλαδή στο ερώτημα: «Η οικονομική ανάπτυξη και η παραγωγική ανασυγκρότηση μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τα σημερινά τραπεζικά ιδρύματα;». Αν και σαν ποσοστό επί του συνόλου των χορηγήσεων τα επιχειρηματικά δάνεια μειώνονταν αποκτά ιδιαίτερη σημασία η κατά τομείς επιχειρήσεων κατανομή τους για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα για το ρόλο των τραπεζών στην οικονομία. Στα διαγράμματα που ακολουθών βλέπουμε κατά σειρά τη συνολική χρηματοδότηση και την κατανομή της μεταξύ κυβέρνησης και διαφόρων τομέων της ιδιωτικής οικονομίας (διάγραμμα 7) και την κατανομή των χρηματοδοτήσεων στους κύριους τομείς της οικονομίας (διάγραμμα 8)                
Διάγραμμα 7
Διάγραμμα 8
Ποια συμπεράσματα μπορούν να προκύψουν από τα δεδομένα των παραπάνω διαγραμμάτων;  
1.Από το 2002, την υιοθέτηση δηλαδή του ευρώ, ο δανεισμός αρχίζει να αυξάνεται με πολύ μεγάλους ρυθμούς.  
2. Η αύξηση είναι αποτέλεσμα των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα και κυρίως αυτού των νοικοκυριών. Τα δάνεια προς τα νοικοκυριά ξεπερνούν το 2009 τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις.  
3. Από το διάγραμμα 9 εύκολα συμπεραίνουμε πως οι χρηματοδοτήσεις δεν αφορούσαν τους παραγωγικούς τομείς – βιομηχανία, ορυχεία, γεωργία – αλλά κυρίως το εμπόριο και άλλες υπηρεσίες. Ακόμη και ο τουρισμός δεν έτυχε ευνοϊκής χρηματοδότησης κατά την περίοδο αυτή. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε το σύνολο της χρηματοδότησης και τη χρηματοδότηση της μεταποίησης και της γεωργίας από το 2002 και μετά. Τα συμπεράσματα είναι και πάλι εύκολα.  
4. Στα διαγράμματα διακρίνουμε επίσης την πορεία της διαδικασίας απομόχλευσης από το 2010 και μετά.  
Διάγραμμα 9
313015
Αν μάλιστα δούμε πιο συγκεκριμένα τις χρηματοδοτήσεις των επιχειρήσεων θα πάρουμε τα δεδομένα για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, σε δισεκατομμύρια ευρώ, του επόμενου πίνακα κατά τον Ιούλιο του 2009.  
Πίνακας 5  
ΓΕΩΡΓΙΑ
2200
ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ-ΟΡΥΧΕΙΑ
25423
ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ, ΦΩΤΑΕΡΙΟ, ΥΔΡΕΥΣΗ
4391
ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ
11496
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
7640
ΣΥΝΟΛΟ
51150
ΕΜΠΟΡΙΟ
33087
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
3207
ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΕΙΣ
1890
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
2639
ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
3486
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
3817
ΛΟΙΠΑ
27543
ΣΥΝΟΛΟ
75669
Ο πίνακας μας πληροφορεί πως από τα επιχειρηματικά δάνεια μόνο το 40% κατευθυνόταν στην παραγωγή ή μόνο το 16,3% επί του συνόλου των χρηματοδοτήσεων.
Στο επόμενο διάγραμμα είναι του Πελασγίδη και δείχνει τη συμβολή στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από τις τράπεζες, από τις εισροές της ΕΕ και από το δημόσιο χρέος.  
Διάγραμμα 10
Το διάγραμμα δείχνει πως από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η ανάπτυξη στηριζόταν στον τραπεζικό δανεισμό κυρίως. Ένα δανεισμό που κατευθυνόταν στην κατανάλωση και τη στεγαστική πίστη σε μεγάλο βαθμό.
Ίσως βέβαια ισχυριστεί κάποιος πως και η επέκταση του στεγαστικού δανεισμού είναι συμβολή στην ανάπτυξη. Η κατεύθυνση του δανεισμού προς τα νοικοκυριά και τη στεγαστική πίστη είχε σαν αποτέλεσμα όχι την ανάπτυξη αλλά τη δημιουργία μιας μεγάλης φούσκας. Της φούσκας των ακινήτων. Στα δύο διαγράμματα που ακολουθούν βλέπουμε αυτή ακριβώς τη φούσκα. Τη μεταβολή του δείκτη τιμών ακινήτων στην Αθήνα και στις αστικές περιοχές πλην Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Διάγραμμα 11
Η δράση των τραπεζών έχει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Δημιουργεί φούσκες. Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα. Οι φούσκες όμως σκάνε. Το ίδιο συνέβη και με τη φούσκα των ακινήτων που δημιούργησαν οι τράπεζες στην Ελλάδα. Η φούσκα έσκασε και οι τιμές των ακινήτων καταρρέουν ενώ εκατοντάδες χιλιάδες ακίνητα παραμένουν απούλητα. Η βουλιμία των τραπεζιτών για κέρδη οδήγησαν τις τράπεζες σε πτώχευση από το 2008 ήδη. Στο επόμενο διάγραμμα βλέπουμε την ποσοστιαία διάρθρωση του παθητικού των ελληνικών τραπεζών από το 2008 και μετά.
Διάγραμμα 12
Το πρώτο που παρατηρούμε είναι το πολύ μικρό ποσοστό ιδίων κεφαλαίων από το 2008 ήδη ενώ αυτά απλά εξαφανίζονται το 2011 και το 2012. Η πολιτική αυτή των τραπεζών ήταν εξαιρετικά κερδοφόρα για τους μεγαλομετόχους. Η πιστωτική επέκταση μεταφραζόταν σε κέρδη. Πολλά κέρδη. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση πως η χρηματοδότηση από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν από τις επαχθέστερες μεταξύ των χωρών τις ΕΕ σε όλη την μετά την υιοθέτηση του ευρώ περίοδο. Στο διάγραμμα που ακολουθεί βλέπουμε τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών από το 2003 ως το 2013..
Διάγραμμα 13
Το περιθώριο επιτοκίου στην Ελλάδα ήταν κατά πολύ υψηλότερου αυτού του μέσου όρου της ευρωζώνης (Διάγραμμα 14)
Διάγραμμα 14
Διαπιστώνουμε πως τα επιτόκια χορηγήσεων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ήσαν τα υψηλότερα ενώ έγιναν ακόμη πιο υψηλά κατά το διάστημα της κρίσης και ιδιαίτερα από το 2011 και μετά. Αν τα αποτελέσματα της πιστωτικής πολιτικής επέκτασης ήσαν καταστροφή για την ελληνική οικονομία ήταν η χρυσοτόκος όρνιθα για τους μεγαλομετόχους τα κέρδη των οποίων ήσαν πολύ μεγάλα (διάγραμμα 15)
Διάγραμμα 15
Καθώς η κρίση στην Ελλάδα αρχίζει να βαθαίνει η άπληστη πολιτική του κεφαλαίου που εκφράστηκε μέσω των τραπεζών αρχίζει να αποκαλύπτει το σύνολο των χαρακτηριστικών του. οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε απόλυτη αδυναμία παροχής ρευστότητας και καταφεύγουν στο ευρωσύστημα. Στο επόμενο διάγραμμα παρατηρούμε την τεράστια εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το ευρωσύστημα (ΕΚΤ) και τον μηχανισμό έκτακτης χρηματοδότησης (ELA). Καθώς οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες μειώνονταν δραματικά το μεγάλο χρηματοδοτικό κενό καλυπτόταν από τους δύο αυτούς μηχανισμούς.
Διάγραμμα 16
Διάγραμμα 17
Τα κέρδη στα θησαυροφυλάκια του κεφαλαίου και οι ζημιές στο δημόσιο όταν ήρθε η ώρα του απολογισμού. Στον επόμενο πίνακα βλέπουμε την επιβάρυνση του δημοσίου σε μετρητά και εγγυήσεις, από το 2008 ως το 2012, σε δισεκατομμύρια ευρώ.
Πίνακας  
ΜΕΤΡΗΤΑ
ΟΚΟΛΟΓΑ ΤΟΥ Ε.Δ
ΔΑΝΕΙΑ ΜΕ ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΟΥ ΕΔ
Ν 3723/2008
5
8
15
Ν 3845/2010
15
Ν 3864/2010
10
Ν.3872/2010
25
Ν 3965/2011
30
Ν 4031/2011
60
Ν.4056/2012
90;
Ν.4079/2012
40
ΣΥΝΟΛΑ
55
8
235
Υπολογισμοί: http://eparistera.blogspot.gr/
Οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν από το 2010 και μετά με τη δραματική μείωση των εισοδημάτων, την υπερφορολόγηση και την κατάρρευση του λιανικού εμπορίου και των κατασκευών είχε ως, αναμενόμενο, αποτέλεσμα την αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια νοικοκυριών κι επιχειρήσεων ανεβαίνουν αλματωδώς όπως διαπιστώνουμε από τα δεδομένα του επόμενου διαγράμματος.
Διάγραμμα 18
Και μετά από αυτά φτάνουμε σε εκείνο που αποτελεί την κατάληξη. Αντί να χρηματοδοτούν οι τράπεζες την οικονομία και την κοινωνία χρηματοδοτεί η κοινωνία τις χρεοκοπημένες τράπεζες και τους μεγαλομετόχους τραπεζίτες. Όπως δείχνει και το επόμενο διάγραμμα από τις αρχές του 2011 η πιστωτική επέκταση είναι αρνητική. Αυτό σημαίνει απλά πως όχι μόνο δεν παρέχουν ρευστότητα στην οικονομία οι τράπεζες αλλά αφαιρούν από αυτή ότι έχει απομείνει. Μόνο κατά το 2012 οι τράπεζες αφαίρεσαν από την οικονομία 13 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου. Κατά το 2013 μόνο αφαίρεσαν από την οικονομία 14 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ τα οποία και χρησιμοποιήθηκαν για να κλείσουν κάποιες από τις τρύπες τους. Με απλά λόγια οι τράπεζες όχι μόνο δεν χρηματοδοτούν την οικονομία αλλά έχουν γίνει ο κυριότερος, ίσως, βραχνάς της.
Διάγραμμα 19
Και η ιστορία συνεχίζεται και το 2014 (πίνακας ). Και θα συνεχίζεται αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα κατά του κεφαλαίου και του μακρού χεριού του. των τραπεζών
Πίνακας
Μπορεί τα παραπάνω να είναι εξαιρετικά αρνητικά για την οικονομία και την κοινωνία αλλά είναι εξαιρετικά καλά για τις τράπεζες. Ενώ η ελληνική οικονομία και οι εργαζόμενοι καταστρέφονταν οι τράπεζες πέρασαν σε κερδοφορία από το 2013 ήδη (διάγραμμα 20).
Διάγραμμα 20
Παρά την κερδοφορία όμως και παρά τη διοχέτευση τεραστίων ποσοτήτων δημοσίου χρήματος στις ελληνικές τράπεζες τα οικονομικά δεδομένα τους αλλά και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μόνο λαμπρό μέλλον δεν επιφυλάσσουν στις τράπεζες. Η Standard & Poors κατέταξε το ελληνικό σύστημα στην τελευταία θέση στο δείκτη κινδύνου παίρνοντας άριστα 10 (Διάγραμμα 21) ! κι αυτό μεταξύ των τραπεζικών συστημάτων σαράντα περίπου χωρών! Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να βρίσκεται στο μεγαλύτερο κίνδυνο παρά την καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας για χάρη του.
Διάγραμμα 21
Οι Έλληνες, και φυσικά μιλάμε για τα αποκαλούμενα λαϊκά στρώματα, γνωρίζοντας ή από διαίσθηση έχουν άρει την εμπιστοσύνη τους προς το τραπεζικό σύστημα στον ίδιο βαθμό που την έχουν άρει και προς την κυβέρνησή τους. Το διάγραμμα που ακολουθεί επιβεβαιώνει τη διαπίστωση αυτή και προέρχεται από μελέτη του ΟΟΣΑ.
Διάγραμμα 22
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μετά την έκθεση των παραπάνω μπορούμε να οδηγηθούμε στην εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων.  
1. Σε όλη την περίοδο από το 1842 ως το 1928 οι τράπεζες στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα η Εθνική Τράπεζα, εκμεταλλεύονταν το εκδοτικό προνόμιο, το δανεισμό του δημοσίου και τη διαχείριση του δημοσίου χρέους για να αντλούν μεγάλα κέρδη. Παρά τις συμβατικές υποχρεώσεις τους για χορηγήσεις στη γεωργία δεν ανταποκρίθηκαν ουσιαστικά. Η ανάπτυξη της γεωργίας, και ιδιαίτερα της σταφιδοκαλλιέργειας, ήταν αποτέλεσμα μεγάλου κόπου από τους αγρότες.  
2. Φυσικά δεν μπαίνει θέμα για χρηματοδότηση άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Παρά την ίδρυση αναπτυξιακών τραπεζών στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα η επίδρασή τους στην κατεύθυνση των χορηγήσεων του τραπεζικού συστήματος ήταν εντελώς περιθωριακή. Αυτό είναι απόλυτα συμβατό με τον ιστορικό ρόλο των τραπεζών από την αρχή της δημιουργίας τους στις πόλεις της βόρειας Ιταλίας και σε όλη τη διαδρομή τους. Ποτέ δεν χρηματοδότησαν την παραγωγή όντας πάντα συνδεδεμένες με το εμπόριο κυρίως. εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα υπάρχουν και αφορούν χώρες όπως η Γερμανία και την Ιαπωνία.  
3. Η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος αφαίρεσε ένα από τους βασικούς πυλώνες δραστηριότητας και κερδοφορίας της ΕΤΕ. Το εκδοτικό δικαίωμα. Η περίοδος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σηματοδοτείται από την ισχυρότατη κρατική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα. Οι περισσότερες τράπεζες βρίσκονται υπό κρατική ιδιοκτησία ενώ ισχυρές ρυθμίσεις καθορίζουν την πιστωτική πολιτική. Κατά την περίοδο αυτή η χορηγήσεις στην παραγωγή, αγροτική και βιομηχανική, είναι υψηλές αποτελώντας και την κύρια τραπεζική δραστηριότητα. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως οι τότε κυβερνήσεις ασκούσαν μια αντικαπιταλιστική πολιτική. Απλά το μακροχρόνιο συμφέρον της ελληνικής αστικής τάξης, μέσα στο συγκεκριμένο διεθνές πλαίσιο, επέβαλε αυτή την πιστωτική πολιτική.  
4. Από το 1983 αρχίζει η απορύθμιση του τραπεζικού συστήματος με την κατάργηση της Νομισματικής Επιτροπής. Από τις αρχές του 1990 αρχίζει και η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών με αποτέλεσμα την κυριαρχία των ιδιωτικών τραπεζών από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αμέσως το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος επέστρεψε στο φυσικό του ρόλο. Στη χρηματοδότηση των κρατών, του εμπορίου και στη δημιουργία φούσκας. Και φυσικά στην κατάρρευση. Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αλλά είναι χαρακτηριστικό του τραπεζικού συστήματος όλων των αναπτυγμένων χωρών.  
5. ΟΙ τράπεζες καθορίζοντας, με κριτήριο το δικό τους συμφέρον, τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων οικονομικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό και το μοντέλοανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 και μετά.  
6. Οι ελληνικές τράπεζες απολύτως πτωχευμένες επιβιώνουν επειδή χρηματοδοτούνται από την κοινωνία με δύο τρόπους. Ο ένας είναι άμεσος, και αφορά την απευθείας χρηματοδότησή τους, και ο άλλος έμμεσος μέσω της αρνητικής πιστωτικής επέκτασης. Τα βάρη της φούσκας ακινήτων που δημιούργησαν προσπαθούν, και το κατορθώνουν, να τα φορτώσουν αποκλειστικά στους δανειολήπτες απαιτώντας το σύνολο του δανείου.  
7. Εκείνο που διαφοροποιεί την αντιμετώπιση της πτώχευσης των τραπεζών σήμερα σε σχέση με το παρελθόν είναι πως σήμερα οι εργαζόμενοι καλούνται να καλύψουν τις ζημιές των τραπεζών. Το παραπάνω καθίσταται υποχρεωτικό για τον καπιταλισμό διότι σήμερα οι τράπεζες εκπροσωπούν το σύνολο του κεφαλαίου σε μια περίοδο παραγωγικής στασιμότητας ή οπισθοχώρησης και μεγάλης συσσώρευσης. Σε μια εποχή δηλαδή κατά την οποία τα κέρδη προκύπτουν στις χρηματαγορές, στα χρηματιστήρια και στα παράγωγα προϊόντα.  
8. Οι ελληνικές τράπεζες απολύτως πτωχευμένες επιβιώνουν επειδή χρηματοδοτούνται από την κοινωνία με δύο τρόπους. Ο ένας είναι άμεσος, και αφορά την απευθείας χρηματοδότησή τους, και ο άλλος έμμεσος μέσω της αρνητικής πιστωτικής επέκτασης. Τα βάρη της φούσκας ακινήτων που δημιούργησαν προσπαθούν, και το κατορθώνουν, να τα φορτώσουν αποκλειστικά στους δανειολήπτες απαιτώντας το σύνολο του δανείου.  
7. Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς οι ελληνικές τράπεζες δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία επειδή δεν μπορούν. Η αναχρηματοδότηση τους και τα χρήματα που θα συγκεντρώνουν από τις αποπληρωμές των δανείων θα κατευθύνονται για χρόνια στις πληρωμές των ομολόγων τους και των ομολόγων με εγγύηση του δημοσίου. Κι αυτό αν το καταφέρουν.  
8. Εκείνο που αποκλείεται είναι να χρηματοδοτηθεί από τις τράπεζες η ανάπτυξη της παραγωγής, όχι μόνο για τον προηγούμενο λόγο, αλλά και διότι είναι τελείως έξω από τη λογική των τραπεζών όπως αποδεικνύει και η ιστορία τους. Εδώ απαιτείται μια σημαντικότατη διευκρίνιση. Θα ήταν λάθος να θεωρηθούν οι τράπεζες ως οι υπεύθυνες για τη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο. Οι τράπεζες είχαν πάντα τα χαρακτηριστικά τουπαρασιτισμού αλλά όσο αυτά δεν ήσαν κυρίαρχα στο κοινωνικοοικονομικό σύστημα έπαιζαν περιθωριακό ρόλο. Ο ρόλος των τραπεζών γιγαντώθηκε και έγινε κυρίαρχος καθορίζοντας το οικονομικό σύστημα όταν αυτό το επέτρεψε. Όταν δηλαδή ο ίδιος ο αναπτυγμένος καπιταλισμός εξαντλώντας την αναπτυξιακή προοπτική του μεταμορφώθηκε σε παράσιτο. Τότε και οι τράπεζες, ως ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος, ανέλαβαν το ρόλο του κύριου εκπροσώπου των συμφερόντων του κεφαλαίου.  
Όσοι ισχυρίζονται ρητά ή υπόρρητα πως οι τράπεζες, αυτές δηλαδή που λειτουργούν και σήμερα όπως λειτουργούσαν και πριν την κρίση, ή βρίσκονται σε πλάνη ή λένε ψέματα. Οι τράπεζες χρηματοδότησαν την οικονομία και ανέπτυξαν τις παραγωγικές δυνάμεις μόνο όσο βρίσκονταν υπό δημόσια ιδιοκτησία και τον απόλυτο έλεγχο του κράτους. Η λειτουργία τους, ο ρόλος τους και τα συμφέροντα του κεφαλαίου αποκλείουν απολύτως τη χρηματοδότηση οικονομικών δραστηριοτήτων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα τα λαϊκά συμφέροντα και ιδιαίτερα την παραγωγή. Όσοι, τουλάχιστον εξ αριστερών, διατείνονται πως έχουν στο πολιτικό πρόγραμμά τους ένα άλλο οικονομικό μοντέλο ή ευαγγελίζονται την παραγωγική ανασυγκρότηση καλό είναι να γνωρίζουν πως η χρηματοδότηση αυτών των πολιτικών είναι εφικτή μόνο μέσα από την δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών και τον απόλυτο έλεγχο της κατεύθυνσης των χρηματοδοτήσεων. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση είναι ή πλάνη ή απάτη.
Και κάτι τελευταίο: Οι τράπεζες διαχειρίζονται την εθνική αποταμίευση. Με ποια λογική η κατεύθυνση αυτής της αποταμίευσης θα γίνεται με βάση το συμφέρον των τραπεζιτών κι όχι με βάση τον πολιτικό οικονομικό και παραγωγικό σχεδιασμό των κυβερνήσεων;
Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια: