Η πτωχευμένη Ελλάδα των Μνημονίων και της απέραντης φτωχοποίησης αναδεικνύεται στην τρίτη θέση όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες στο ΝΑΤΟ, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, παραμένει η Ελλάδα, λαμβανομένου υπόψη ότι τα τελευταία οκτώ
χρόνια το εγχώριο προϊόν έχει συρρικνωθεί κατά 25%. Λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της Συνόδου Κορυφής, η Συμμαχία έδωσε στη δημοσιότητα –εν είδει πίεσης προς τα μέλη της– μια λίστα από την οποία προκύπτει πόσα κράτη ξεπερνούν το 2% επί του ΑΕΠ, που θεωρείται ικανοποιητικό ποσοστό αμυντικών δαπανών.
Από τα 28 μέλη, μόνο 5 ξεπερνούν το όριο του 2%. Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελλάδα, η Εσθονία και η Πολωνία. Το ΝΑΤΟ υπολογίζει τις αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας κατά τα έτη 2015 και 2016 (εκτίμηση) στο 2,38% επί του ΑΕΠ. Πρόκειται για 4,19 δισ. ευρώ που εκταμιεύθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό το 2015, ενώ υπολογίζεται ότι αυτές οι δαπάνες θα κυμανθούν περίπου στο ίδιο επίπεδο (4,15 δισ.) το 2016.
Το συγκεκριμένο ποσό προκύπτει από τον συνυπολογισμό της μισθοδοσίας και των συντάξεων των στρατιωτικών, δαπάνη η οποία στην περίπτωση της Ελλάδας αγγίζει το 70% (κατ’ ακρίβεια 69,93%). Η εικόνα αυτή δεν απέχει, βεβαίως, πολύ από εκείνη που παρουσιάζει και το ελληνικό κράτος, το οποίο όχι απλά δεν απέτρεψε κατά την περίοδο του μνημονίου τις μαζικές συνταξιοδοτήσεις, αλλά –εμμέσως πλην σαφώς– τις ενθάρρυνε, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση της δαπάνης σε μη παραγωγικά έξοδα, όπως οι συντάξεις.
«Αμαρτίες»
Δεν είναι τυχαίο ότι, το 2009, το 56,52% των αμυντικών δαπανών αντιστοιχούσε σε μισθούς και συντάξεις. Οι εξοπλισμοί περιορίζονται το 2016 στο 14,91%, ποσό που αντιστοιχεί σε μείωση περίπου κατά 50% σε σύγκριση με το 2009, όταν το ελληνικό κράτος πλήρωνε ακόμη δόσεις από τη «χρυσή εποχή» των εξοπλιστικών, δηλαδή τη δεκαετία 1996-2005. Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, η κακοδαιμονία και η σπατάλη εκείνης της εποχής ενοχοποιούνται εν πολλοίς για την αδυναμία που έχει ο εκάστοτε υπουργός Εθνικής Αμυνας να υπερασπιστεί τις μειώσεις που επιβάλλονται στον προϋπολογισμό των Ενόπλων Δυνάμεων κάθε χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, το 2,38% θα πρέπει να υπολογίζεται και με βάση τη συνολική, παράλληλη πτώση του ΑΕΠ.
Ο κ. Χρ. Κόλλιας, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και ειδικός στα οικονομικά της Αμυνας (επίσης συνεργάτης στο ΕΛΙΑΜΕΠ και στην Ακαδημία Στρατηγικών Αναλύσεων), τονίζει στην «Κ» ότι οι περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές, καθώς η δομή των Ενόπλων Δυνάμεων παραμένει απαρχαιωμένη. «Η περικοπή του αμυντικού προϋπολογισμού στα χρόνια της κρίσης επιδεινώνει τα πράγματα, διότι δεν συνοδεύτηκε από αναδιάρθρωση της δομής του αμυντικού μηχανισμού που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες», τονίζει.
Ως τυπικό παράδειγμα αυτής της αποτυχίας, ο κ. Κόλλιας αναφέρει τη διατήρηση στρατοπέδων τα οποία δεν έχουν απολύτως καμία πραγματική χρησιμότητα. Επιπλέον, ο κ. Κόλλιας περιγράφει ως παράδειγμα τη διατήρηση εξοπλισμών οι οποίοι απλώς συντηρούνται χωρίς να έχουν κάποια χρήση. Παράδειγμα, τα προσφάτως αποσυρθέντα αεροσκάφη Α-7 ή τα χόβερκραφτ τύπου Zubr, τρία εκ των οποίων παραμένουν ενταγμένα στον στόλο παρά την αμφισβητούμενη επιχειρησιακή χρησιμότητά τους στο Αιγαίο. Συμπληρώνει, επίσης, την πολυτυπία των οπλικών συστημάτων, που δημιουργεί επιπλέον κόστος. Με τη συγκεκριμένη άποψη δεν συμφωνούν αρκετοί στο στράτευμα, οι οποίοι θεωρούν ότι ακριβώς αυτή η πολυτυπία λειτουργούσε και ως «αντίβαρο» έναντι της τουρκικής υπεροπλίας.
Ως προς τα στοιχεία του ΝΑΤΟ, ο κ. Κόλλιας τονίζει ότι είναι μεν αξιόπιστα, ωστόσο αν συνδυασθούν και με εκείνα τα οποία διατηρεί το Ερευνητικό Ινστιτούτο SIPRI (εδρεύει στη Στοκχόλμη και είναι το μόνο ερευνητικό ίδρυμα με εξειδίκευση στις αμυντικές δαπάνες), θα φανεί σαφώς ότι στην πραγματικότητα οι αμυντικές δαπάνες στην Ελλάδα βρίσκονται στα επίπεδα των μέσων της δεκαετίας του 1970 (σε σταθερές τιμές).
Ο κ. Κόλλιας καταλήγει λέγοντας ότι «αδικούμε την Ελλάδα» όταν τη συγκρίνουμε με άλλες χώρες του ΝΑΤΟ ως προς τις στρατιωτικές δαπάνες της. «Μπορεί να συγκρίνεται η Ελλάδα με την Ισπανία, την Πορτογαλία, το Βέλγιο και την Ολλανδία, που βρίσκονται σε άλλο στρατηγικό περιβάλλον, δίχως τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε;», διερωτάται. Εν κατακλείδι, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ενεργά εξοπλιστικά προγράμματα με την εξαίρεση τον εκσυγχρονισμό 5 αεροσκαφών Ναυτικής Συνεργασίας P-3 (500 εκατ. ευρώ) που αποφασίστηκε πέρυσι και την ολοκλήρωση των δύο τελευταίων πυραυλακάτων τύπου Ρουσέν (40 εκατ. ευρώ) που ναυπηγούνται υπό την επίβλεψη του Πολεμικού Ναυτικού στην Ελευσίνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου