Όταν ακόμη το κτίριο του Πανεπιστημίου της Αθήνας χτιζόταν, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που ήταν μέλος της επιτροπής για την ανέγερσή του, σχολίασε: «Το σπίτι αυτό θα φάει το σπίτι εκείνο» δείχνοντας προς το παλάτι, που φιλοξενούσε τον Όθωνα Βίτελσμπαχ, τον πρώτο βασιλιά της Ελλάδας. Η φράση του αποδείχτηκε προφητική, καθώς οι φοιτητές έπαιξαν σημαντικό ρόλο
τόσο στην έναρξη του αντιδυναστικού αγώνα όσο και στην οριστική κατάλυση της δυναστείας του Όθωνα σαν σήμερα, στις 10 Οκτωβρίου 1862...
Ο Όθωνας, δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α', ήταν ακόμη ανήλικος, 17 ετών, όταν στη Διάσκεψη του Λονδίνου της 25ης Απριλίου (8 Μαΐου) 1832 συμφωνήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να χριστεί βασιλιάς του ελληνικού κράτους καλύπτοντας το κενό μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια. Τότε, ο Όθωνας άρχισε να διδάσκεται εντατικά και την ελληνική γλώσσα. Στο Ναύπλιο, που ήταν η πρωτεύουσα του κράτους, έφτασε στις 18 (30) Ιανουαρίου 1833, όμως δε θα αναλάμβανε τυπικά την άσκηση της εξουσίας, μέχρι τη μέρα που θα συμπλήρωνε τα 20 του χρόνια.
Από την αρχή (περίοδος της Αντιβασιλείας), το καθεστώς δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στο λαό, παρότι προχώρησε σε σειρά δομικών μεταρρυθμίσεων, λόγω του απολυταρχικού και ανέλεγκτου χαρακτήρα που είχε. Το κλίμα αυτό συνεχίστηκε και μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, ο οποίος κυβερνούσε συμβουλευόμενος ένα μικρό κύκλο συνεργατών του, το ανακτοβούλιο (γνωστό και ως "καμαρίλα"). Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 αποτέλεσε την πρώτη επίσημη αμφισβήτηση της απόλυτης εξουσίας του Όθωνα, με συνέπεια την υιοθέτηση του πρώτου Συντάγματος και την καθιέρωση του πολιτεύματος της Συνταγματικής Μοναρχίας - αν και στην πράξη δεν ήταν λίγες οι φορές που το Σύνταγμα παραβιαζόταν από τον τότε βασιλιά.
Στα 30 περίπου χρόνια της βασιλείας του, το κλίμα επιβαρύνθηκε συχνά από ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως τα Μουσουρικά, οι εξεγέρσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο το 1848, ο ναυτικός αποκλεισμός του Πειραιά από το βρετανικό ναυτικό τον Ιανουάριο του 1850, ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1854) και η κατοχή της Αθήνας και του Πειραιά από τα γαλλικά και τα αγγλικά στρατεύματα με επακόλουθο το ξέσπασμα επιδημίας χολέρας στην πρωτεύουσα (γεγονότα που στην αρχή βέβαια συσπείρωσαν το λαό γύρω από το πρόσωπο του μονάρχη), αλλά και ο ιταλο-αυστριακός πόλεμος, με τον ελληνικό λαό να συμπαρίσταται στον αγώνα των Ιταλών για απελευθέρωση από την αυστριακή κατοχή και παράλληλα να δυσπιστεί για τις προθέσεις του Όθωνα, ο οποίος ήταν σύμμαχος της Αυστρίας.
Όθωνας και Αμαλία
Παράλληλα, οι συχνές παραβιάσεις του Συντάγματος, η έλλειψη ενός διαδόχου που γεννούσε ανησυχία στο λαό για τη διάδοχη κατάσταση, αλλά και η ανάδειξη μιας νέας γενιάς μορφωμένων ανθρώπων που επιζητούσαν ανανέωση και περισσότερη δημοκρατία αύξησαν σταδιακά τους αντιπολιτευτικούς τόνους, ενώ τον τόνο έδιναν εφημερίδες της εποχής, όπως ο "Αιών" του Ι. Φιλήμονα και η "Αθηνά" του Εμμανουήλ Αντωνιάδη.
Οι πρώτες διαμαρτυρίες
Προανάκρουσμα της τελικής φάσης του αντιδυναστικού αγώνα ήταν οι αντιδράσεις που προκάλεσε η φυλάκιση του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου αλλά και τα Σκιαδικά, μια εξέγερση της νεολαίας με αίτημα την υποστήριξη της εγχώριας παραγωγής εμπορικών προϊόντων, στην οποία είχε πρωτοστατήσει ο γιος του τότε υπουργού Εξωτερικών Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή.
Στις 10 Μαΐου 1859, οι μαθητές του γυμνασίου κατέβηκαν στο δρόμο φορώντας στα κεφάλια τους σκιάδια, δηλαδή ψάθινα καπέλα από τη Σίφνο, στολισμένα με γαλανόλευκες κορδέλες. Οι εισαγωγείς καπέλων από το εξωτερικό αντέδρασαν και προσπάθησαν να γελοιοποιήσουν τους μαθητές, με αποτέλεσμα την πρόκληση επεισοδίων που συνεχίστηκαν και την επόμενη ημέρα, ενώ η επέμβαση της αστυνομίας στρεφόταν αποκλειστικά κατά των μαθητών. Οι διαδηλωτές ζητούσαν πλέον την απόλυση του αστυνομικού διευθυντή, αίτημα που απερρίφθη, ενώ ζήτησαν ακρόαση και από τον Όθωνα, ο οποίος επίσης αρνήθηκε να τους συναντήσει, με αποτέλεσμα οι διαδηλώσεις να αποκτήσουν και αντιμοναρχικά χαρακτηριστικά. Τελικά, το ζήτημα διευθετήθηκε με την παύση του διευθυντή της αστυνομίας και την απελευθέρωση των φυλακισθέντων μαθητών.
Όθων και Αμαλία έφιπποι
Εντωμεταξύ, πλήθαιναν οι διώξεις - και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες - έναντι όσων αντιπολιτεύονταν τον Όθωνα, ενώ πλήθαιναν οι καταγγελίες για τις μεθόδους της αστυνομίας. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω όξυνση των τόνων. Το 1860, ο εορτασμός της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου σημαδεύτηκε από την εκφώνηση πύρινων λόγων κατά τη διάρκεια των εορτασμών στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό που περιέγραψε η εφημερίδα "Αθηνά" την επόμενη μέρα. Την ώρα που η μουσική παιάνιζε στην πλατεία Συντάγματος, μια ομάδα νέων φώναξε «Ζήτω τω Σύνταγμα» και ο διευθυντής τους ζήτησε να σταματήσουν φωνάζοντας ότι «απαγορεύονται αι ανευφημίαι».
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1861 και ώρα 9 το βράδυ, ο φοιτητής νομικής Αριστείδης Δόσιος αποπειράθηκε να σκοτώσει τη βασίλισσα Αμαλία πυροβολώντας την κοντά στα ανάκτορα, χωρίς όμως καν να την τραυματίσει. Όταν συνελήφθη, ομολόγησε την πράξη του τονίζοντας ότι πρόθεσή του ήταν «ν' απαλλάξει τη χώρα από την τυραννία», δηλαδή «την έλλειψη εθνοφυλακής, το περί διαδοχής ζήτημα και την ελεεινή οικονομική κατάσταση», όπως ο ίδιος διευκρίνισε.
Αν και ο Δόσιος δεν υπέδειξε συνενόχους, ακολούθησαν κι άλλες συλλήψεις. Ο νεαρός φοιτητής υπέστη σωρεία βασανιστηρίων με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο φρενοκομείο, ενισχύοντας τα επιχειρήματα όσων κατήγγειλαν τη συμπεριφορά της αστυνομίας.
Τα Ναυπλιακά
Καθώς μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης είχε συσπειρωθεί γύρω από τον Κωνσταντίνο Κανάρη, τον "μπουρλοτιέρη" της Επανάστασης του 1821, ο Όθωνας προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα καλώντας το ναύαρχο να συγκροτήσει κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1862. Αν και στα πλαίσια της αρχικής τους συμφωνίας ο Κανάρης θα επέλεγε ελεύθερα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε και η εντολή προς τον Κανάρη ματαιώθηκε δίνοντας την αφορμή για την αποκαλούμενη "Ναυπλιακή Επανάσταση" τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 1862.
Γύρω στις 2:30 τα ξημερώματα, ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχος απευθύνθηκε σε συγκεντρωμένους υπαξιωματικούς παραλληλίζοντας τον αγώνα αυτό τόσο με την Επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη 1843, όσο και με τον αγώνα για την απελευθέρωση: «Κατά την στιγμήν ταύτην αι άγιαι ψυχαί των ηρώων του ελληνικού αγώνος, πετώσαι πέριξ ημών και πέριξ άλλων αδελφών μας, ονειδίζουσι διά την κατάστασιν του έθνους, υπέρ του οποίου αυταί τόσον ενδόξων εμόχθησαν, και θεωρούσαι ημάς το κύριον όργανον της καταπατήσεως των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του, με φωνή αγανακτίσεως μας καλούν να βαδίσωμεν εις τα ίχνη των και τα προς το έθνος αισθήματα».
Σύντομα, η εξέγερση εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες - κυρίως στη Σύρο, που μαζί με το Ναύπλιο αποτελούσαν τα σημαντικότερα αντιπολιτευτικά κέντρα. Ωστόσο, οι εξεγέρσεις γρήγορα κατεστάλησαν, ενώ τα πιο σοβαρά επεισόδια σημειώθηκαν στην Κύθνο, όπου στη 1 Μαρτίου δόθηκε πραγματική μάχη, με απολογισμό τρεις νεκρούς από την πλευρά των εξεγερθέντων. Στις 30 Απριλίου ο Όθωνας έδωσε γενική αμνηστία στους επαναστάτες, εκτός από ορισμένους στρατιωτικούς και πολιτικούς, ενώ το Μάιο προχώρησε σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης, διορίζοντας πρωθυπουργό των Ιωάννη (Γενναίο) Κολοκοτρώνη, ο οποίος ανέλαβε παράλληλα και το υπουργείο Εσωτερικών.
Η Επανάσταση της 10ης Οκτωβρίου
Η κατάσταση δε βελτιώθηκε στη χώρα, ενώ ως ύστατη λύση αποφασίστηκε η πραγματοποίηση περιοδείας του Όθωνα μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία στην επαρχία. Το βασιλικό ζεύγος αναχώρησε την 1η Οκτωβρίου και αρχικά όλα φαίνονταν να βαίνουν καλώς. Ωστόσο, στις 4 Οκτωβρίου ξέσπασε εξέγερση στη Βόνιτσα, που σύντομα επεκτάθηκε σε άλλες πόλεις της δυτικής Ελλάδας, ενώ ο βασιλιάς περιόδευε στην Καλαμάτα. Αποφασίστηκε η εσπευσμένη επιστροφή του στην Αθήνα, όμως ήταν πλέον αργά, καθώς εξέγερση είχε ήδη ξεσπάσει και στην πρωτεύουσα στις 10 το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου. Αγνοώντας τις εξελίξεις στην Αθήνα, ο βασιλιάς και η συνοδεία του αποβιβάστηκαν στο πλοίο, ενώ η μόνη που φερόταν να είχε εκφράσει κάποιο άσχημο προαίσθημα ήταν η Αμαλία.
Η κυβέρνηση του Κολοκοτρώνη είχε αρχίσει τις συλλήψεις υπόπτων ήδη από το πρωί της 10ης Οκτωβρίου. Συνολικά φυλακίστηκαν 23 άτομα στην πρωτεύουσα, ενώ ένα μέρος του πυροβολικού τοποθετήθηκε μπροστά από τα Ανάκτορα διά παν ενδεχόμενο. Και ενώ τα πράγματα έδειχναν να ηρεμούν, κατά το βράδυ, στις 10 η ώρα, μια ομάδα νέων βγήκαν από το Στρατώνα φωνάζοντας «Ζήτω η Επανάστασις». Αργότερα το ίδιο βράδυ, οι εξεγερθέντες κινήθηκαν προς τα Ανάκτορα, όπου άρχισαν να πυροβολούν και επιχείρησαν να τα καταλάβουν. Ο διοικητής των Ανακτόρων έκρινε ότι η όποια αντίσταση θα ήταν μάταιη και ότι θα οδηγούσε σε αιματοκύλισμα, με αποτέλεσμα να ταχθεί στο πλευρό των επαναστατών και διέταξε να ανοίξουν οι πύλες του παλατιού.
Ο λαός εισήλθε στα Ανάκτορα πυροβολώντας στον αέρα και ζητωκραυγάζοντας. Αμέσως, διορίστηκε Επιτροπή των Ανακτόρων, η οποία - εκτός των άλλων - έσπευσε να προφυλάξει επιτυχώς το ταμείο και τα προσωπικά αντικείμενα του βασιλικού ζεύγους από ενδεχόμενο πλιάτσικο. Ωστόσο, οι εικόνες, οι προτομές και τα σήματα των βασιλέων καταστράφηκαν από το πλήθος, που δεν πείραξε τίποτε άλλο από το εσωτερικό του κτιρίου.
Η πλατεία Ομονοίας
Αργότερα, 5.000 πολίτες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ομονοίας, που τότε ονομαζόταν πλατεία Όθωνος, ενώ ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος ανέγνωσε το ψήφισμα που είχε συντάξει ο νεαρός πολιτικός Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, ο οποίος αργότερα θα γινόταν και πρωθυπουργός της χώρας:
«Τα δεινά της πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχίαι και η πρωτεύουσα συνενωθείσαι μετά του στρατού έθεσαν τέρμα εις αυτά, ως πιστή δε απόφασις του ελληνικού έθνους ολοκλήρου κηρύττεται και αποφασίζεται:
Η βασιλεία του Όθωνος καταργείται. Η αντιβασιλεία της Αμαλίας καταργείται. Προσωρινή κυβέρνησις συνιστάται όπως κυβερνήση το Κράτος μέχρι της συγκαλέσεως Εθνικής Συνελεύσεως, συγκειμένη υπό των εξής πολιτών: Δ. Βούλγαρη, Κ. Κανάρη, Β. Ρούφου.
Εθνική Συνέλευσις συγκαλείται αμέσως προς σύνταξιν της πολιτείας και εκλογήν ηγεμόνος. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Πατρίς!».
Σκίτσο του Δημήτρη Βούλγαρη από περιοδικό του 1862
Αντίστοιχες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν το ίδιο βράδυ και στον Πειραιά, αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως στην Πάτρα και στη Σύρο. Το επόμενο πρωί δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το πρώτο διάταγμα της προσωρινής κυβέρνησης:
Ο Βενιζέλος (Μπενιζέλος) Ρούφος
«Βασίλειον της Ελλάδος
Ο πρόεδρος της Προσωρινής Κυβερνήσεως
προς τους Έλληνας
Έλληναι,
Αι ευχαί του Έθνους εισηκούσθησαν τη θεία συνάρσει. Λαός και στρατός ομοφώνως την δυναστείαν του Όθωνος κατέλυσαν και συνέστησαν προσωρινήν κυβέρνησιν εκ των πολιτών Δ. Βούλγαρη, Κ. Κανάρη και Β. Ρούφου.
Ο πρόεδρος
Δημήτριος Γ. Βούλγαρης».
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης σε μεγάλη ηλικία
Το δειλινό της 11ης Οκτωβρίου, το πλοίο "Αμαλία", που μετέφερε το βασιλικό ζεύγος, έφτανε στο λιμάνι του Πειραιά. Χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν στο λιμάνι πυροβολώντας στον αέρα και βρίζοντας. Εκεί, ο Όθωνας πληροφορήθηκε από το ναύαρχο της φρεγάτας "Ζηνοβία" όλες τις εξελίξεις, τις οποίες φυσικά αγνοούσε μέχρι τότε. «Η βασίλισσα έκλαιεν, ο δε βασιλεύς εκράτει ανά χείρας και ανεγίνωσκε την κομισθείσαν αυτώ γαλλικήν και μολυβδόγραπτον μετάφρασιν της επαναστατικής προκηρύξεως», όπως περιγράφει - μάλλον νοσταλγικά - ο Τρύφων Ευαγγελίδου στο βιβλίο "Ιστορία του Όθωνος, βασιλέως της Ελλάδος (1830-1862)", που εκδόθηκε το 1894.
Λαϊκή απεικόνιση της τριανδρίας (Ρούφος - Βούλγαρης - Κανάρης) που ανέλαβε την εξουσία μετά την έξοδο του Όθωνα
Οι πρώτες σκέψεις ήταν να επιστρέψει το πλοίο με το βασιλικό ζεύγος στο λιμάνι της Καλαμάτας, όμως κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι η επανάσταση δε θα εξαπλωνόταν και στην περιοχή εκείνη. Τελικά, το πλοίο προσορμίστηκε στο λιμάνι της Σαλαμίνας, ενώ την επόμενη μέρα ο Όθωνας και η Αμαλία αναχωρούσαν οριστικά από την Ελλάδα με κατεύθυνση αρχικά τη Βενετία και μετά το Μόναχο.
Το τραπέζι όπου υπογράφηκε η έξωση του Όθωνα.
Το στέμμα του, τσακισμένο, πάνω στο τραπέζι.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα
Σε προκήρυξή του προς τον ελληνικό λαό, ο Όθωνας έγραφε τα εξής:
«Έλληνες! Πεπεισμένος ότι μετά από τα τελευταία συμβάντα, άτινα έλαβον χώρα εις διάφορα μέρη του Βασιλείου, και ιδίως εις την πρωτεύουσαν, η περαιτέρω εν Ελλάδι διαμονή μου κατά την στιγμήν ταύτην ηδύνατο να φέρη τους κατοίκους αυτής εις ταραχάς αιματηράς και δυσκόλως να καταβληθώσιν, απεφάσισα ν' αναχωρήσω του τόπου τούτου, τον οποίο ηγάπησα και εισέτι αγαπώ, και προς την ευημερίαν του οποίου από τριακονταετίας σχεδόν ούτε φροντίδων ούτε κόπων εφείσθην.... Επιστρέφων εις την γην της γεννήσεως μου, λυπούμαι αναλογιζόμενος τας συμφοράς, υφ' ων επαπειλείται η προσφιλής μοι Ελλάς εκ της νέας πλοκής των πραγμάτων, και παρακαλώ τον εύσπλαχνον Θεόν ν' απονέμη πάντοτε την χάριν του εις τας τύχας της Ελλάδος».
Ολόσωμο πορτρέτο του Βασιλιά Όθωνα με φουστανέλα.
Έργο του Νικηφόρου Λύτρα
Αν και υπήρχε μία ομάδα μεταξύ των επαναστατών με πολιτικό εκφραστή τον Δεληγιώργη, που αξίωναν τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος, επικράτησαν οι πιο συντηρητικές δυνάμεις, που ζητούσαν ένα νέο βασιλιά με λιγότερες εξουσίες. Τις επόμενες ημέρες η Εθνική Συνέλευση ψήφισε την εκλογή του πρίγκιπα Αλβέρτου, δευτερότοκου γιου της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας, ως νέου βασιλιά της χώρας. Ωστόσο, η Γαλλία και η Ρωσία αρνήθηκαν το αίτημα αυτό, επικαλούμενες το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. Έτσι, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της εποχής κατέληξαν στο πρόσωπο του δευτερότοκου γιου του διαδόχου του θρόνου της Δανίας, Χριστιανού Γουλιέλμου Γεωργίου Γλίξμπουργκ, ο οποίος έφερε ως "προίκα" την απόφαση της Αγγλίας για ένωση της Επτανήσου με το ελληνικό κράτος. Η απόφαση των δυνάμεων έγινε δεκτή από την Εθνοσυνέλευση στις 18 Μαρτίου 1863, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Όθων και Αμαλία
Όθωνας
Πηγές:
- Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου, Ιστορία του Όθωνος Βασιλέως της Ελλάδος (1830-1862), τ. Α', εκδότης Αριστείδης Γ. Γαλανός, Αθήνα, 1894
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΓ', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1977
(Φωτογραφία - πρώτη - επάνω: "Η Έξωση του Όθωνα", Έγχρωμη λιθογραφία. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Πηγή : Νέα Κρήτη και Ελένη Βούλγαρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου