Το 35,7% του πληθυσμού της Ελλάδας βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ (για το 2015 με βάση τα εισοδήματα του 2014), ποσοστό που παραμένει ανησυχητικά υψηλό παρά τη μικρή μείωση που παρουσιάζει έναντι του προηγούμενου έτους.
Σοκαριστικό είναι και το ποσοστό παιδικής φτώχειας 26,6% που βαίνει μάλιστα αυξανόμενο.
Το 18,7% του πληθυσμού διαβιοί σε νοικοκυριά χωρίς κανένα εργαζόμενο.
Οι συνθήκες που βιώνουν σχεδόν 4 εκατ. άνθρωποι γίνονται καλύτερα αντιληπτές αν ληφθεί υπόψη ότι το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται σε ετήσιο εισόδημα 9.475 ευρώ (περίπου 790 ευρώ μηνιαίως), για τετραμελή οικογένεια.
Σε 8.796 ευρώ διαμορφωνόταν το 2015 το μέσο ετήσιο ατομικό εισόδημα και το μέσο ετήσιο
διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών της χώρας σε 17.182 ευρώ.
Στα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα της έρευνας ανήκει και το στοιχείο που δείχνει ότι στην Ελλάδα των μνημονίων, κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζουν και οι εργαζόμενοι, σαφώς πολύ χαμηλότερο από ό,τι οι άνεργοι, αλλά ...η εύρεση δουλειάς δεν απομακρύνει την απειλή της φτώχειας.
Αν μάλιστα μιλάμε για δουλειά μερικής απασχόλησης τότε ο κίνδυνος φτώχειας αυξάνεται σημαντικά (στο 28,2% από 11,6% που είναι για τους πλήρως απασχολούμενους), στοιχείο που θα ήταν καλό να ληφθεί υπόψη κατά τη συζήτηση των εργασιακών αλλαγών στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης...
Εύρημα που επίσης πρέπει να προβληματίσει και να αναλυθεί εκτενώς ιδιαίτερα τώρα που η κυβέρνηση τονίζει ότι στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής βρίσκεται η δίκαιη ανάπτυξη και ανακατανομή του εισοδήματος, είναι και ότι ο δείκτης οικονομικής ανισότητας μεταξύ του πλουσιότερου 20% και του φτωχότερου 20% του πληθυσμού παραμένει αμετάβλητος.
Τα στοιχεία παραμένουν άκρως ανησυχητικά
Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήµατος και Συνθηκών ∆ιαβίωσης των Νοικοκυριών 2015, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2014, ο πληθυσµός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό ανέρχεται στο 35,7% του πληθυσµού της χώρας, παρουσιάζοντας µικρή µείωση σε σχέση µε την προηγούµενη χρονιά.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισµού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόµων ηλικίας 18-64 ετών (39,4%).
Το Γράφηµα 1 παρουσιάζει την εξέλιξη -και συγκεκριµένα την ανοδική τάση από το 2010 και µετά- του δείκτη την τελευταία δεκαετία.
Ο πληθυσµός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό εκτιµάται για τους Έλληνες σε 37,4% και για τους αλλοδαπούς που διαµένουν στην Ελλάδα σε 64,3%.
Ο πληθυσµός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό εκτιµάται για τους αλλοδαπούς που διαµένουν στην Ελλάδα, αλλά γεννήθηκαν σε χώρα εκτός Ελλάδος σε 63,4%
Το ποσοστό του πληθυσµού, που ενώ δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιοί σε νοικοκυριά µε υλική στέρηση αλλά χωρίς χαµηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,4%
Το ποσοστό του πληθυσµού, που δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, και διαβιοί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά µε χαµηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,8%
Το ποσοστό του πληθυσµού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αλλά διαβιοί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαµηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,0%
Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας, στα 9.475 ευρώ το κατώφλι
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.512 ευρώ ετησίως ανά άτοµο και σε 9.475 ευρώ για νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και δύο εξαρτώµενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
Το έτος 2015, το 21,4% του συνολικού πληθυσµού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας όταν το όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάµεσου συνολικού ισοδύναµου εισοδήµατος του νοικοκυριού.
Ο παραπάνω δείκτης που κατά το 2005 (µε περίοδο αναφοράς εισοδήµατος το 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σηµείωσε αύξηση κατά το 2011 και το 2012 (στο 21,4% και 23,4% αντίστοιχα), ενώ άρχισε να µειώνεται από το 2013.
860 νοικοκυριά κινδυνεύουν από φτώχεια
Το µέσο ετήσιο ατοµικό ισοδύναµο εισόδηµα ανέρχεται σε 8.796 ευρώ και το µέσο ετήσιο διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών της χώρας σε 17.182 ευρώ.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιµώνται σε 860.117 σε σύνολο 4.195.840 νοικοκυριών, και τα µέλη τους σε 2.293.172 στο σύνολο των 10.723.089 ατόµων του πληθυσµού της χώρας.
Αυξάνεται η παιδική φτώχεια
Σοκαριστικό και ντροπιαστικό είναι το ποσοστό παιδικής φτώχειας στην Ελλάδα, ενώ άκρως ανησυχητικό είναι ότι αυξάνεται.
Ειδικότερα, ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 26,6%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2014, ενώ είναι υψηλότερος κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
Αντίθετα ο κίνδυνος φτώχειας για την άλλη ευαισθητή ομάδα, αυτή των ηλικιωμένων εμφανίζει μείωση. Ειδικότερα, ο κίνδυνος φτώχειας για άτοµα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 13,7% παρουσιάζοντας µείωση σε σχέση µε το 2014.
Για ποιες ομάδες πληθυσμού αυξήθηκε ο κίνδυνος φτώχειας
Ο πληθυσµός που διαβιοί σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένα µέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 µήνες, συνολικά, το έτος, ανέρχεται σε 1.111.300 άτοµα ή σε 18,7% του πληθυσµού ηλικίας 18 - 59 ετών, ενώ το προηγούµενο έτος (2014) ανερχόταν σε 1.165.800 άτοµα.
Από τη µία πλευρά, αύξηση σηµείωσε το ποσοστό του πληθυσµού που απειλείται από τη φτώχεια, ως προς το σύνολο του πληθυσµού, στη περίπτωση των:
Εργαζοµένων γυναικών κατά 0,6 ποσοστιαίες µονάδες (11,0%). Η αύξηση αφορά κυρίως στις περιπτώσεις αυτοαπασχολούµενων γυναικών (1,8 ποσοστιαίες µονάδες) και λιγότερο στη περίπτωση όσων εργάζονται σε µισθωτές εργασίες (0,4 ποσοστιαίες µονάδες)
Μονογονεϊκών νοικοκυριών κατά 4,4 ποσοστιαίες µονάδες (32,2%)
Νοικοκυριών µε έναν ενήλικα κάτω των 65 ετών κατά 4,2 ποσοστιαίες µονάδες (27,8%)
Από την άλλη πλευρά, µειωµένο εµφανίζεται το ποσοστό του πληθυσµού που απειλείται από τη φτώχεια στην περίπτωση των:
Μη εργαζοµένων γυναικών κατά 1,9 ποσοστιαίες µονάδες (24,0%)
Λοιπών µη οικονοµικά ενεργών γυναικών (εκτός συνταξιούχων) κατά 2,7 ποσοστιαίες µονάδες (25,6%)
Νοικοκυριών µε δύο ενήλικες και ένα εξαρτώµενο παιδί κατά 3,7 ποσοστιαίες µονάδες (18,9%)
Νοικοκυριών αποτελούµενων από τρείς ή περισσότερους ενήλικες κατά 3,1 ποσοστιαίες µονάδες (18,6%)
Ο πληθυσµός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό ανέρχεται σε 3.828.500 άτοµα ή σε 35,7% του συνόλου του πληθυσµού, σηµειώνοντας µικρή µείωση κατά 0,3 ποσοστιαίες µονάδες (κατά το έτος 2014 ήταν 3.884.700 άτοµα που αντιστοιχούσαν στο 36,0% του πληθυσµού).
Ο κίνδυνος φτώχειας µετά τις κοινωνικές µεταβιβάσεις, υπολογιζόµενος µε κατώφλια διάφορα του 60% του διάµεσου συνολικού διαθέσιµου ισοδύναµου εισοδήµατος, ανέρχεται σε: 9,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάµεσου συνολικού διαθέσιµου ισοδύναµου εισοδήµατος, 14,1%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάµεσου συνολικού διαθέσιµου ισοδύναµου εισοδήµατος και 26,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάµεσου συνολικού διαθέσιµου ισοδύναµου εισοδήµατος, αντίστοιχα.
Εκτόξευση φτώχειας χωρίς επιδόματα και συντάξεις
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές µεταβιβάσεις (δηλαδή µη συµπεριλαµβανοµένων των κοινωνικών επιδοµάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 52,9%, ενώ, όταν περιλαµβάνονται µόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόµατα, µειώνεται στο 25,5%.
Αναφορικά µε τα κοινωνικά επιδόµατα, επισηµαίνεται ότι αυτά περιλαµβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το ΕΚΑΣ, το επίδοµα µακροχρόνια ανέργων κλπ.), οικογενειακά επιδόµατα (όπως επιδόµατα τέκνων), καθώς και επιδόµατα ή βοηθήµατα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.
∆εδοµένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας µετά τις κοινωνικές µεταβιβάσεις ανέρχεται σε 21,4%, διαπιστώνεται ότι, τα κοινωνικά επιδόµατα συµβάλλουν στη µείωση του ποσοστού της φτώχειας κατά 4,1 ποσοστιαίες µονάδες, ενώ οι συντάξεις κατά 27,4 ποσοστιαίες µονάδες.
Το σύνολο των κοινωνικών µεταβιβάσεων µειώνει το ποσοστό της φτώχειας κατά 31,5 ποσοστιαίες µονάδες.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές µεταβιβάσεις (δηλαδή µη συµπεριλαµβανοµένων των κοινωνικών επιδοµάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών) εκτιµάται σε 88,6% για άτοµα ηλικίας 65 ετών και άνω, ενώ πριν τα κοινωνικά επιδόµατα (συµπεριλαµβανοµένων των συντάξεων) εκτιµάται στο 16,7%.
Ο κίνδυνος φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές µεταβιβάσεις για άτοµα ηλικίας 18-64 ετών (µη συµπεριλαµβανοµένων των κοινωνικών επιδοµάτων και των συντάξεων στο διαθέσιµο εισόδηµα), εκτιµάται στο 44,9%, ενώ όταν δεν συµπεριλαµβάνονται τα κοινωνικά επιδόµατα στο διαθέσιµο εισόδηµα αλλά συµπεριλαµβάνονται οι συντάξεις, εκτιµάται στο 26,4%.
Οι κοινωνικές µεταβιβάσεις (συµπεριλαµβανοµένων των συντάξεων) αποτελούν το 34,5% του συνολικού ισοδύναµου διαθέσιµου εισοδήµατος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 87,2%, ενώ τα κοινωνικά επιδόµατα στο 12,8%.
Ο κίνδυνος φτώχειας αναλόγως φύλου, ηλικίας
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας, κατά τα προηγούµενα έτη ήταν ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες σε σχέση µε τους άνδρες, το 2014 διαµορφώθηκε στα ίδια περίπου επίπεδα και για τα δύο φύλα, ενώ µε βάση τα στοιχεία του 2015 εµφανίζεται ελαφρώς υψηλότερο στους άνδρες σε σχέση µε τις γυναίκες, συγκεκριµένα 21,5% και 21,2%, αντίστοιχα.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτοµα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται σε 15,2% για τις γυναίκες και σε 11,9% για τους άνδρες
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτοµα ηλικίας άνω των 75 ετών υπολογίζεται σε 15,1%, ενώ για άτοµα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 22,1%
Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιµάται σε 18,1% ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης οµάδας ηλικιών εκτιµάται σε 11,2%
Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών µε δύο ενήλικες και ένα εξαρτώµενο παιδί έχει σηµειώσει µείωση σε σχέση µε το 2014 κατά 3,7 ποσοστιαίες µονάδες και ανέρχεται σε 18,9%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για τα νοικοκυριά µε δύο γονείς και δύο εξαρτώµενα παιδιά έχει αυξηθεί κατά 1,6 ποσοστιαίες µονάδες και ανέρχεται σε 23,6%. Επιπλέον, έχει µειωθεί και ο κίνδυνος φτώχειας για νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα εξαρτώµενα παιδιά, ως αποτέλεσµα των οικογενειακών παροχών
Η φτώχεια απειλεί και εργαζόμενους
Οι εργαζόµενοι αντιµετωπίζουν χαµηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση µε τους ανέργους και τους οικονοµικά µη ενεργούς (νοικοκυρές κλπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζοµένους ανέρχεται σε 13,4% και εµφανίζεται, όπως αναφέρθηκε, µειωµένο στην περίπτωση των ανδρών και αυξηµένο στην περίπτωση των γυναικών (15,2% και 11,0% αντίστοιχα).
Για τους ανέργους ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 44,8%, παρουσιάζοντας σηµαντική διαφορά µεταξύ ανδρών και γυναικών (50,7% και 39,3% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονοµικά µη ενεργοί (µη συµπεριλαµβανοµένων των συνταξιούχων) έχει µειωθεί κατά 2,2 ποσοστιαίες µονάδες και ανέρχεται σε 26,2%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζοµένους µε πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 11,6%, ενώ για τους εργαζοµένους µε µερική απασχόληση ανέρχεται σε 28,2%.
Αμετάβλητη η απόσταση μεταξύ πλούσιων -φτωχών
Από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοινώνονται στοιχεία για την ανισότητα στην κατανοµή του εισοδήµατος, τα οποία προέρχονται από τα διαθέσιµα αποτελέσµατα της δειγµατοληπτικής Έρευνας Εισοδήµατος και Συνθηκών ∆ιαβίωσης των Νοικοκυριών, έτους 2015 (SILC), µε περίοδο αναφοράς εισοδήµατος το έτος 2014.
Η ανισότητα εκφράζεται, κυρίως, µε το δείκτη κατανοµής εισοδήµατος σε πεντηµόρια (S80/S20) και το δείκτη άνισης κατανοµής εισοδήµατος (συντελεστής Gini).
Ο δείκτης κατανοµής εισοδήµατος (S80/S20) σε πεντηµόρια εισοδήµατος αναφέρεται στο µερίδιο του ισοδύναµου διαθέσιµου εισοδήµατος του «πλουσιότερου» 20% του πληθυσµού προς το ανάλογο εισόδηµα του «φτωχότερου» 20% του πληθυσµού και επηρεάζεται από τις ακραίες τιµές της κατανοµής του εισοδήµατος, δηλαδή στο πλουσιότερο και στο φτωχότερο τµήµα του πληθυσµού.
Ο δείκτης S80/S20 το 2015, µε περίοδο αναφοράς εισοδήµατος το 2014, παραµένει αµετάβλητος σε σχέση µε το 2014 (µε περίοδο αναφοράς εισοδήµατος το 2013) και ανέρχεται στο 6,5, δηλαδή, το µερίδιο του εισοδήµατος του πλουσιότερου 20% του πληθυσµού είναι 6,5 φορές µεγαλύτερο από το µερίδιο του εισοδήµατος του φτωχότερου 20% του πληθυσµού.
Η οικονοµική ανισότητα µεταξύ των ατόµων ηλικίας 65 ετών και άνω παραµένει επίσης στα ίδια επίπεδα και διαµορφώνεται στο 4,1 όπως ήταν και το 2014, ενώ µεταξύ των ατόµων κάτω των 65 ετών διαµορφώνεται στο 7,4 παρουσιάζοντας µικρή άνοδο σε σχέση µε το 2014, που ήταν στο 7,3.
Στον πίνακα 2 εµφανίζεται το µερίδιο εισοδήµατος ανά τεταρτηµόρια. Το πρώτο τεταρτηµόριο των νοικοκυριών αντιπροσωπεύει το 25% των νοικοκυριών µε το χαµηλότερο εισόδηµα, το οποίο κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού εισοδήµατος, ενώ το 2014 κατείχε το 9,0%. Το τέταρτο τεταρτηµόριο, που αντιπροσωπεύει το 25% των νοικοκυριών µε το υψηλότερο εισόδηµα, σε σχέση µε το προηγούµενο έτος κατέχει µικρότερο µέρος του συνολικού εθνικού εισοδήµατος, και συγκριµένα το 47,2% έναντι του 47,6% που κατείχε το 2014.
∆είκτης άνισης κατανοµής εισοδήµατος (συντελεστής GINI)
Για καλύτερη καταγραφή της οικονοµικής ανισότητας χρησιµοποιείται συµπληρωµατικά ο δείκτης άνισης κατανοµής εισοδήµατος (συντελεστής Gini), ο οποίος, σε αντίθεση µε το δείκτη κατανοµής εισοδήµατος (S80/S20) σε πεντηµόρια εισοδήµατος, δεν επηρεάζεται από τις ακραίες τιµές της κατανοµής του εισοδήµατος.
Ο δείκτης άνισης κατανοµής εισοδήµατος (συντελεστής Gini) ορίζεται ως ο λόγος των αθροιστικών µεριδίων του πληθυσµού, κατανεµηµένου ανάλογα µε το ύψος του εισοδήµατος, προς το αθροιστικό µερίδιο του συνολικού εισοδήµατος όλου του πληθυσµού. Η τιµή του κυµαίνεται από 0 (ή 0%), που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηµατική ισότητα έως 1 (ή 100%) που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηµατική
ανισότητα, και ερµηνεύεται ως η στατιστικά αναµενόµενη διαφορά του αποτελέσµατος της σύγκρισης δύο τυχαίων εισοδηµάτων, ως ποσοστό του µέσου όρου.
Αν όλο το εθνικό εισόδηµα ήταν συγκεντρωµένο σε ένα άτοµο, ο συντελεστής θα ήταν 1. Αν ο συντελεστής Gini ήταν π.χ. 30%, το εισόδηµα 2 τυχαίων ατόµων θα διέφερε κατά 30% του µέσου όρου.
Ο συντελεστής Gini κυµάνθηκε το 2015 σε 34,2%, σηµειώνοντας µια µείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε το 2009. Το παραπάνω ποσοστό ερµηνεύεται ως εξής: αν επιλέξουµε 2 τυχαία άτοµα του πληθυσµού, αναµένουµε ότι το εισόδηµά τους θα διαφέρει κατά 34,2% του µέσου όρου.
Σε σύγκριση µε το 1994, έτος κατά το οποίο άρχισε η έρευνα, η συνολική ανισότητα µειώθηκε κατά 3,2 ποσοστιαίες µονάδες (37,4% το 1994).
Μερίδιο εισοδήµατος σε τεταρτηµόρια
Τα στοιχεία της κατανοµής του εισοδήµατος σε τεταρτηµόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήµατος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τµήµατα του πληθυσµού.
Συγκεκριµένα, εάν κατατάξουµε τα άτοµα του πληθυσµού σε αύξουσα σειρά µε βάση το εισόδηµά τους (από το µικρότερο στο µεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίσουµε τον πληθυσµό σε τέσσερα ίσα µέρη (µε βάση το συνολικό αριθµό των ατόµων), προκύπτουν τα εξής:
το 25% του πληθυσµού µε το χαµηλότερο εισόδηµα (1ο τεταρτηµόριο) κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, δηλαδή ποσοστό µειωµένο κατά 0,1 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε το 2014 (Πίνακας 2).
το 25% του πληθυσµού µε το υψηλότερο εισόδηµα (4ο τεταρτηµόριο) κατέχει το 47,2% του συνολικού εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, δηλαδή ποσοστό µειωµένο κατά 0,4 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε το 2014
το 50% του πληθυσµού µε µεσαία εισοδήµατα (2ο και 3ο τεταρτηµόριο) κατέχουν το 43,9% του εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, δηλαδή ποσοστό υψηλότερο κατά 0,5 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε το 2014
το υψηλότερο ατοµικό εισόδηµα για το 1ο τεταρτηµόριο ανέρχεται σε 4.924 ευρώ
το χαµηλότερο ατοµικό εισόδηµα για το 4ο τεταρτηµόριο ανέρχεται σε 10.860 ευρώ
Πηγή: Αργυρώ Τσατσούλη / Newsroom ΔΟΛ
Σοκαριστικό είναι και το ποσοστό παιδικής φτώχειας 26,6% που βαίνει μάλιστα αυξανόμενο.
Το 18,7% του πληθυσμού διαβιοί σε νοικοκυριά χωρίς κανένα εργαζόμενο.
Οι συνθήκες που βιώνουν σχεδόν 4 εκατ. άνθρωποι γίνονται καλύτερα αντιληπτές αν ληφθεί υπόψη ότι το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται σε ετήσιο εισόδημα 9.475 ευρώ (περίπου 790 ευρώ μηνιαίως), για τετραμελή οικογένεια.
Σε 8.796 ευρώ διαμορφωνόταν το 2015 το μέσο ετήσιο ατομικό εισόδημα και το μέσο ετήσιο
διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών της χώρας σε 17.182 ευρώ.
Στα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα της έρευνας ανήκει και το στοιχείο που δείχνει ότι στην Ελλάδα των μνημονίων, κίνδυνο φτώχειας αντιμετωπίζουν και οι εργαζόμενοι, σαφώς πολύ χαμηλότερο από ό,τι οι άνεργοι, αλλά ...η εύρεση δουλειάς δεν απομακρύνει την απειλή της φτώχειας.
Αν μάλιστα μιλάμε για δουλειά μερικής απασχόλησης τότε ο κίνδυνος φτώχειας αυξάνεται σημαντικά (στο 28,2% από 11,6% που είναι για τους πλήρως απασχολούμενους), στοιχείο που θα ήταν καλό να ληφθεί υπόψη κατά τη συζήτηση των εργασιακών αλλαγών στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης...
Εύρημα που επίσης πρέπει να προβληματίσει και να αναλυθεί εκτενώς ιδιαίτερα τώρα που η κυβέρνηση τονίζει ότι στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής βρίσκεται η δίκαιη ανάπτυξη και ανακατανομή του εισοδήματος, είναι και ότι ο δείκτης οικονομικής ανισότητας μεταξύ του πλουσιότερου 20% και του φτωχότερου 20% του πληθυσμού παραμένει αμετάβλητος.
Τα στοιχεία παραμένουν άκρως ανησυχητικά
Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήµατος και Συνθηκών ∆ιαβίωσης των Νοικοκυριών 2015, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2014, ο πληθυσµός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό ανέρχεται στο 35,7% του πληθυσµού της χώρας, παρουσιάζοντας µικρή µείωση σε σχέση µε την προηγούµενη χρονιά.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισµού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόµων ηλικίας 18-64 ετών (39,4%).
Το Γράφηµα 1 παρουσιάζει την εξέλιξη -και συγκεκριµένα την ανοδική τάση από το 2010 και µετά- του δείκτη την τελευταία δεκαετία.
Ο πληθυσµός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό εκτιµάται για τους Έλληνες σε 37,4% και για τους αλλοδαπούς που διαµένουν στην Ελλάδα σε 64,3%.
Ο πληθυσµός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό εκτιµάται για τους αλλοδαπούς που διαµένουν στην Ελλάδα, αλλά γεννήθηκαν σε χώρα εκτός Ελλάδος σε 63,4%
Το ποσοστό του πληθυσµού, που ενώ δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιοί σε νοικοκυριά µε υλική στέρηση αλλά χωρίς χαµηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 8,4%
Το ποσοστό του πληθυσµού, που δε βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, και διαβιοί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά µε χαµηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 4,8%
Το ποσοστό του πληθυσµού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας αλλά διαβιοί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαµηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,0%
Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας, στα 9.475 ευρώ το κατώφλι
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.512 ευρώ ετησίως ανά άτοµο και σε 9.475 ευρώ για νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και δύο εξαρτώµενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
Το έτος 2015, το 21,4% του συνολικού πληθυσµού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας όταν το όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του διάµεσου συνολικού ισοδύναµου εισοδήµατος του νοικοκυριού.
Ο παραπάνω δείκτης που κατά το 2005 (µε περίοδο αναφοράς εισοδήµατος το 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σηµείωσε αύξηση κατά το 2011 και το 2012 (στο 21,4% και 23,4% αντίστοιχα), ενώ άρχισε να µειώνεται από το 2013.
860 νοικοκυριά κινδυνεύουν από φτώχεια
Το µέσο ετήσιο ατοµικό ισοδύναµο εισόδηµα ανέρχεται σε 8.796 ευρώ και το µέσο ετήσιο διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών της χώρας σε 17.182 ευρώ.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιµώνται σε 860.117 σε σύνολο 4.195.840 νοικοκυριών, και τα µέλη τους σε 2.293.172 στο σύνολο των 10.723.089 ατόµων του πληθυσµού της χώρας.
Αυξάνεται η παιδική φτώχεια
Σοκαριστικό και ντροπιαστικό είναι το ποσοστό παιδικής φτώχειας στην Ελλάδα, ενώ άκρως ανησυχητικό είναι ότι αυξάνεται.
Ειδικότερα, ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 26,6%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2014, ενώ είναι υψηλότερος κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
Αντίθετα ο κίνδυνος φτώχειας για την άλλη ευαισθητή ομάδα, αυτή των ηλικιωμένων εμφανίζει μείωση. Ειδικότερα, ο κίνδυνος φτώχειας για άτοµα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 13,7% παρουσιάζοντας µείωση σε σχέση µε το 2014.
Για ποιες ομάδες πληθυσμού αυξήθηκε ο κίνδυνος φτώχειας
Ο πληθυσµός που διαβιοί σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένα µέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 µήνες, συνολικά, το έτος, ανέρχεται σε 1.111.300 άτοµα ή σε 18,7% του πληθυσµού ηλικίας 18 - 59 ετών, ενώ το προηγούµενο έτος (2014) ανερχόταν σε 1.165.800 άτοµα.
Από τη µία πλευρά, αύξηση σηµείωσε το ποσοστό του πληθυσµού που απειλείται από τη φτώχεια, ως προς το σύνολο του πληθυσµού, στη περίπτωση των:
Εργαζοµένων γυναικών κατά 0,6 ποσοστιαίες µονάδες (11,0%). Η αύξηση αφορά κυρίως στις περιπτώσεις αυτοαπασχολούµενων γυναικών (1,8 ποσοστιαίες µονάδες) και λιγότερο στη περίπτωση όσων εργάζονται σε µισθωτές εργασίες (0,4 ποσοστιαίες µονάδες)
Μονογονεϊκών νοικοκυριών κατά 4,4 ποσοστιαίες µονάδες (32,2%)
Νοικοκυριών µε έναν ενήλικα κάτω των 65 ετών κατά 4,2 ποσοστιαίες µονάδες (27,8%)
Από την άλλη πλευρά, µειωµένο εµφανίζεται το ποσοστό του πληθυσµού που απειλείται από τη φτώχεια στην περίπτωση των:
Μη εργαζοµένων γυναικών κατά 1,9 ποσοστιαίες µονάδες (24,0%)
Λοιπών µη οικονοµικά ενεργών γυναικών (εκτός συνταξιούχων) κατά 2,7 ποσοστιαίες µονάδες (25,6%)
Νοικοκυριών µε δύο ενήλικες και ένα εξαρτώµενο παιδί κατά 3,7 ποσοστιαίες µονάδες (18,9%)
Νοικοκυριών αποτελούµενων από τρείς ή περισσότερους ενήλικες κατά 3,1 ποσοστιαίες µονάδες (18,6%)
Ο πληθυσµός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό ανέρχεται σε 3.828.500 άτοµα ή σε 35,7% του συνόλου του πληθυσµού, σηµειώνοντας µικρή µείωση κατά 0,3 ποσοστιαίες µονάδες (κατά το έτος 2014 ήταν 3.884.700 άτοµα που αντιστοιχούσαν στο 36,0% του πληθυσµού).
Ο κίνδυνος φτώχειας µετά τις κοινωνικές µεταβιβάσεις, υπολογιζόµενος µε κατώφλια διάφορα του 60% του διάµεσου συνολικού διαθέσιµου ισοδύναµου εισοδήµατος, ανέρχεται σε: 9,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάµεσου συνολικού διαθέσιµου ισοδύναµου εισοδήµατος, 14,1%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάµεσου συνολικού διαθέσιµου ισοδύναµου εισοδήµατος και 26,3%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάµεσου συνολικού διαθέσιµου ισοδύναµου εισοδήµατος, αντίστοιχα.
Εκτόξευση φτώχειας χωρίς επιδόματα και συντάξεις
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές µεταβιβάσεις (δηλαδή µη συµπεριλαµβανοµένων των κοινωνικών επιδοµάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 52,9%, ενώ, όταν περιλαµβάνονται µόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόµατα, µειώνεται στο 25,5%.
Αναφορικά µε τα κοινωνικά επιδόµατα, επισηµαίνεται ότι αυτά περιλαµβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το ΕΚΑΣ, το επίδοµα µακροχρόνια ανέργων κλπ.), οικογενειακά επιδόµατα (όπως επιδόµατα τέκνων), καθώς και επιδόµατα ή βοηθήµατα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.
∆εδοµένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας µετά τις κοινωνικές µεταβιβάσεις ανέρχεται σε 21,4%, διαπιστώνεται ότι, τα κοινωνικά επιδόµατα συµβάλλουν στη µείωση του ποσοστού της φτώχειας κατά 4,1 ποσοστιαίες µονάδες, ενώ οι συντάξεις κατά 27,4 ποσοστιαίες µονάδες.
Το σύνολο των κοινωνικών µεταβιβάσεων µειώνει το ποσοστό της φτώχειας κατά 31,5 ποσοστιαίες µονάδες.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές µεταβιβάσεις (δηλαδή µη συµπεριλαµβανοµένων των κοινωνικών επιδοµάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών) εκτιµάται σε 88,6% για άτοµα ηλικίας 65 ετών και άνω, ενώ πριν τα κοινωνικά επιδόµατα (συµπεριλαµβανοµένων των συντάξεων) εκτιµάται στο 16,7%.
Ο κίνδυνος φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές µεταβιβάσεις για άτοµα ηλικίας 18-64 ετών (µη συµπεριλαµβανοµένων των κοινωνικών επιδοµάτων και των συντάξεων στο διαθέσιµο εισόδηµα), εκτιµάται στο 44,9%, ενώ όταν δεν συµπεριλαµβάνονται τα κοινωνικά επιδόµατα στο διαθέσιµο εισόδηµα αλλά συµπεριλαµβάνονται οι συντάξεις, εκτιµάται στο 26,4%.
Οι κοινωνικές µεταβιβάσεις (συµπεριλαµβανοµένων των συντάξεων) αποτελούν το 34,5% του συνολικού ισοδύναµου διαθέσιµου εισοδήµατος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 87,2%, ενώ τα κοινωνικά επιδόµατα στο 12,8%.
Ο κίνδυνος φτώχειας αναλόγως φύλου, ηλικίας
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας, κατά τα προηγούµενα έτη ήταν ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες σε σχέση µε τους άνδρες, το 2014 διαµορφώθηκε στα ίδια περίπου επίπεδα και για τα δύο φύλα, ενώ µε βάση τα στοιχεία του 2015 εµφανίζεται ελαφρώς υψηλότερο στους άνδρες σε σχέση µε τις γυναίκες, συγκεκριµένα 21,5% και 21,2%, αντίστοιχα.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτοµα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται σε 15,2% για τις γυναίκες και σε 11,9% για τους άνδρες
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτοµα ηλικίας άνω των 75 ετών υπολογίζεται σε 15,1%, ενώ για άτοµα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 22,1%
Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιµάται σε 18,1% ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης οµάδας ηλικιών εκτιµάται σε 11,2%
Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών µε δύο ενήλικες και ένα εξαρτώµενο παιδί έχει σηµειώσει µείωση σε σχέση µε το 2014 κατά 3,7 ποσοστιαίες µονάδες και ανέρχεται σε 18,9%, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης για τα νοικοκυριά µε δύο γονείς και δύο εξαρτώµενα παιδιά έχει αυξηθεί κατά 1,6 ποσοστιαίες µονάδες και ανέρχεται σε 23,6%. Επιπλέον, έχει µειωθεί και ο κίνδυνος φτώχειας για νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα εξαρτώµενα παιδιά, ως αποτέλεσµα των οικογενειακών παροχών
Η φτώχεια απειλεί και εργαζόμενους
Οι εργαζόµενοι αντιµετωπίζουν χαµηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση µε τους ανέργους και τους οικονοµικά µη ενεργούς (νοικοκυρές κλπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζοµένους ανέρχεται σε 13,4% και εµφανίζεται, όπως αναφέρθηκε, µειωµένο στην περίπτωση των ανδρών και αυξηµένο στην περίπτωση των γυναικών (15,2% και 11,0% αντίστοιχα).
Για τους ανέργους ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 44,8%, παρουσιάζοντας σηµαντική διαφορά µεταξύ ανδρών και γυναικών (50,7% και 39,3% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονοµικά µη ενεργοί (µη συµπεριλαµβανοµένων των συνταξιούχων) έχει µειωθεί κατά 2,2 ποσοστιαίες µονάδες και ανέρχεται σε 26,2%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζοµένους µε πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 11,6%, ενώ για τους εργαζοµένους µε µερική απασχόληση ανέρχεται σε 28,2%.
Αμετάβλητη η απόσταση μεταξύ πλούσιων -φτωχών
Από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοινώνονται στοιχεία για την ανισότητα στην κατανοµή του εισοδήµατος, τα οποία προέρχονται από τα διαθέσιµα αποτελέσµατα της δειγµατοληπτικής Έρευνας Εισοδήµατος και Συνθηκών ∆ιαβίωσης των Νοικοκυριών, έτους 2015 (SILC), µε περίοδο αναφοράς εισοδήµατος το έτος 2014.
Η ανισότητα εκφράζεται, κυρίως, µε το δείκτη κατανοµής εισοδήµατος σε πεντηµόρια (S80/S20) και το δείκτη άνισης κατανοµής εισοδήµατος (συντελεστής Gini).
Ο δείκτης κατανοµής εισοδήµατος (S80/S20) σε πεντηµόρια εισοδήµατος αναφέρεται στο µερίδιο του ισοδύναµου διαθέσιµου εισοδήµατος του «πλουσιότερου» 20% του πληθυσµού προς το ανάλογο εισόδηµα του «φτωχότερου» 20% του πληθυσµού και επηρεάζεται από τις ακραίες τιµές της κατανοµής του εισοδήµατος, δηλαδή στο πλουσιότερο και στο φτωχότερο τµήµα του πληθυσµού.
Ο δείκτης S80/S20 το 2015, µε περίοδο αναφοράς εισοδήµατος το 2014, παραµένει αµετάβλητος σε σχέση µε το 2014 (µε περίοδο αναφοράς εισοδήµατος το 2013) και ανέρχεται στο 6,5, δηλαδή, το µερίδιο του εισοδήµατος του πλουσιότερου 20% του πληθυσµού είναι 6,5 φορές µεγαλύτερο από το µερίδιο του εισοδήµατος του φτωχότερου 20% του πληθυσµού.
Η οικονοµική ανισότητα µεταξύ των ατόµων ηλικίας 65 ετών και άνω παραµένει επίσης στα ίδια επίπεδα και διαµορφώνεται στο 4,1 όπως ήταν και το 2014, ενώ µεταξύ των ατόµων κάτω των 65 ετών διαµορφώνεται στο 7,4 παρουσιάζοντας µικρή άνοδο σε σχέση µε το 2014, που ήταν στο 7,3.
Στον πίνακα 2 εµφανίζεται το µερίδιο εισοδήµατος ανά τεταρτηµόρια. Το πρώτο τεταρτηµόριο των νοικοκυριών αντιπροσωπεύει το 25% των νοικοκυριών µε το χαµηλότερο εισόδηµα, το οποίο κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού εισοδήµατος, ενώ το 2014 κατείχε το 9,0%. Το τέταρτο τεταρτηµόριο, που αντιπροσωπεύει το 25% των νοικοκυριών µε το υψηλότερο εισόδηµα, σε σχέση µε το προηγούµενο έτος κατέχει µικρότερο µέρος του συνολικού εθνικού εισοδήµατος, και συγκριµένα το 47,2% έναντι του 47,6% που κατείχε το 2014.
∆είκτης άνισης κατανοµής εισοδήµατος (συντελεστής GINI)
Για καλύτερη καταγραφή της οικονοµικής ανισότητας χρησιµοποιείται συµπληρωµατικά ο δείκτης άνισης κατανοµής εισοδήµατος (συντελεστής Gini), ο οποίος, σε αντίθεση µε το δείκτη κατανοµής εισοδήµατος (S80/S20) σε πεντηµόρια εισοδήµατος, δεν επηρεάζεται από τις ακραίες τιµές της κατανοµής του εισοδήµατος.
Ο δείκτης άνισης κατανοµής εισοδήµατος (συντελεστής Gini) ορίζεται ως ο λόγος των αθροιστικών µεριδίων του πληθυσµού, κατανεµηµένου ανάλογα µε το ύψος του εισοδήµατος, προς το αθροιστικό µερίδιο του συνολικού εισοδήµατος όλου του πληθυσµού. Η τιµή του κυµαίνεται από 0 (ή 0%), που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηµατική ισότητα έως 1 (ή 100%) που αντιστοιχεί σε πλήρη εισοδηµατική
ανισότητα, και ερµηνεύεται ως η στατιστικά αναµενόµενη διαφορά του αποτελέσµατος της σύγκρισης δύο τυχαίων εισοδηµάτων, ως ποσοστό του µέσου όρου.
Αν όλο το εθνικό εισόδηµα ήταν συγκεντρωµένο σε ένα άτοµο, ο συντελεστής θα ήταν 1. Αν ο συντελεστής Gini ήταν π.χ. 30%, το εισόδηµα 2 τυχαίων ατόµων θα διέφερε κατά 30% του µέσου όρου.
Ο συντελεστής Gini κυµάνθηκε το 2015 σε 34,2%, σηµειώνοντας µια µείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε το 2009. Το παραπάνω ποσοστό ερµηνεύεται ως εξής: αν επιλέξουµε 2 τυχαία άτοµα του πληθυσµού, αναµένουµε ότι το εισόδηµά τους θα διαφέρει κατά 34,2% του µέσου όρου.
Σε σύγκριση µε το 1994, έτος κατά το οποίο άρχισε η έρευνα, η συνολική ανισότητα µειώθηκε κατά 3,2 ποσοστιαίες µονάδες (37,4% το 1994).
Μερίδιο εισοδήµατος σε τεταρτηµόρια
Τα στοιχεία της κατανοµής του εισοδήµατος σε τεταρτηµόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήµατος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τµήµατα του πληθυσµού.
Συγκεκριµένα, εάν κατατάξουµε τα άτοµα του πληθυσµού σε αύξουσα σειρά µε βάση το εισόδηµά τους (από το µικρότερο στο µεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίσουµε τον πληθυσµό σε τέσσερα ίσα µέρη (µε βάση το συνολικό αριθµό των ατόµων), προκύπτουν τα εξής:
το 25% του πληθυσµού µε το χαµηλότερο εισόδηµα (1ο τεταρτηµόριο) κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, δηλαδή ποσοστό µειωµένο κατά 0,1 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε το 2014 (Πίνακας 2).
το 25% του πληθυσµού µε το υψηλότερο εισόδηµα (4ο τεταρτηµόριο) κατέχει το 47,2% του συνολικού εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, δηλαδή ποσοστό µειωµένο κατά 0,4 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε το 2014
το 50% του πληθυσµού µε µεσαία εισοδήµατα (2ο και 3ο τεταρτηµόριο) κατέχουν το 43,9% του εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, δηλαδή ποσοστό υψηλότερο κατά 0,5 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε το 2014
το υψηλότερο ατοµικό εισόδηµα για το 1ο τεταρτηµόριο ανέρχεται σε 4.924 ευρώ
το χαµηλότερο ατοµικό εισόδηµα για το 4ο τεταρτηµόριο ανέρχεται σε 10.860 ευρώ
Πηγή: Αργυρώ Τσατσούλη / Newsroom ΔΟΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου