Οι πρώτες δικές μας εκτιμήσεις -και γιατί να το κρύψουμε και
ελπίδες- από τη διάσκεψη της Γενέυης για το Κυπριακό είναι ότι, η όλη υπόθεση
παραπέμπεται στις καλένδες. Είναι τόσο ακραίες οι απαιτήσεις της Τουρκικής
πλευράς που ακόμα και ο ενδοτικός Νίκος Αναστασιάδης είναι αδύνατο να
αποδεχτεί. Ο τελευταίος
δέχτηκε να απεμπολήσει την ιδιότητα του εκπροσώπου του
Κυπριακού κράτους προσερχόμενος στη διάσκεψη της Γενέυης ως επικεφαλής της
ελληνοκυπριακής Κοινότητας, αναγνωρίζοντας έτσι ως ίση την τουρκοκυπριακή
Κοινότητα και κάνοντας ένα τεράστιο άλμα προς τα πίσω όσον αφορά τα δικαιώματα
των Ελληνοκυπρίων.
Επειδή όμως, τα γεγονότα είναι ακόμα νωπά και η υπόθεση δεν
έχει λήξει και πολύ περισσότερο καταλήξει, παραθέτουμε ένα αναλυτικό ρεπορτάζ
του έμπειρου αναλυτή-δημοσιογράφου Χρήστου Μιχαηλίδη, ο οποίος διαφαίνεται ότι
επιθυμεί την επίλυση του προβλήματος στα πλαίσια του νέου και χειρότερου
σχεδίου Ανάν που έχει σχεδιάσει για την Κύπρο η Υφυπουργός των Εξωτερικών των
ΗΠΑ Βικτόρια Νούλαντ, λιγο πριν την αποχώρησή της από την κυβέρνηση των ΗΠΑ
ύστερα και απο την αναγόρευση του Ντόναλντ Τράμπ στην Προεδρεία των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τις πρώτες μας εκτιμήσεις, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, θα είναι
λιγότερο ανεκτική στις νεο-ιμπεριαλιστικές βλέψεις του Ταγίμπ Ερντογκάν και
αυτό, εκτός των άλλων, αποτελεί έναν σημαντικό λόγο για την αναβολή των
διαπραγματεύσεων και κατά την άποψή μας για την οριστική κατάργησή τους.
Γιατί
με τον Ερντογκάν δεν υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης αλλά μόνο υποταγής στις
παράλογες επιθετικές απαιτήσεις του. Το ερώτημα είναι όμως κατά πόσο ο
νεο-Σουλτάνος θα μακροημερεύσει στην πολιτική σκηνή της γείτονος χώρας, με
δεδομένα την αλλοπρόσαλλη πολιτική του, την αντιπαλότητά του με όλους και με
όλα προς όλες τις κατευθύνσεις στο εξωτερικό και εσωτερικό της χώρας, τη βύθιση
της τουρκικής οικονομίας σε υφεσιακή πορεία, το τέλος του πολέμου στη Συρία με
μεταφορά της τρομοκρατίας στην ίδια την Τουρκία, το Κουρδικό ζήτημα και όχι
μόνο. Ίδομεν
Γράφει ο Χρήστος Μιχαηλίδης
Την Παρασκευή στη Γενεύη, δεν έκλεισε το Κυπριακό – υπήρχε κι αυτός ο φόβος. Εμεινε ανοικτό. Και μάλιστα με τις δύο πλευρές, αρχικά σε τεχνικό επίπεδο, ακολούθως σε ανώτατο πολιτικό, να έχουν μπροστά τους στο τραπέζι ένα θέμα, αυτό των εγγυήσεων και της ασφάλειας, που από την εισβολή και μετά, όποτε έγιναν διαπραγματεύσεις για λύση, δεν ετέθη ποτέ. Ούτε καν το 2004 όταν ο φλογερός Τάσσος Παπαδόπουλος φώναζε «όχι» στο Σχέδιο Ανάν. Δεν είχε γίνει καμία διαπραγμάτευση τότε για αυτό.
Οι πρώτες συζητήσεις θα αρχίσουν την προσεχή Τετάρτη, πάλι στη Γενεύη, με επικεφαλής τους ως τώρα επίσημους διαπραγματευτές των δύο πλευρών, τον Γιώργο Μαυρογιάννη από την ελληνοκυπριακή, τον Οζντίλ Ναμί από την τουρκοκυπριακή. Θα δοθεί έμφαση στην επεξεργασία ενός πλαισίου θέσεων και ερωτημάτων, όπως ειπώθηκε, και αναμένεται να διαρκέσουν τρεις με τέσσερις ημέρες. Τότε, κατά το επίσημο ανακοινωθέν και εκτός απροόπτου, θα πρέπει αμέσως, πιθανώς στις 23 του μηνός, να συνέλθει ξανά η διάσκεψη σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο.
Από την τεχνική διαπραγμάτευση, αλλά και από τις πολιτικές ζυμώσεις που συνεχίζονται αδιάκοπα σε διάφορα επίπεδα, θα εξαρτηθεί εάν η πολυμερής διάσκεψη θα γίνει, από πλευράς Εγγυητριών Δυνάμεων (Ελλάδος, Τουρκίας Βρετανίας) σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων (Τσίπρας, Ερντογάν, Μέι), ή υπουργών Εξωτερικών (Κοτζιά, Τσαβούσογλου, Τζόνσον). Πιθανότερο το δεύτερο. Η βασική τριάδα θα έρθει μόνο για τα επινίκια. Αν υπάρξουν.
Το θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας είναι αρκετά περίπλοκο – θα το απλώσουμε και θα το αναλύσουμε σε άλλο σημείωμα εδώ. Πολύ απλοϊκά, και δίχως να χάνεται καθόλου η ουσία, μπορεί να το αναγάγει κάποιος στο ερώτημα που βρίσκεται στα χείλη όλων των Ελληνοκυπρίων αλλά και αρκετών Τουρκοκυπρίων: θα φύγουν τα τουρκικά στρατεύματα από το νησί;
Την πιο φρέσκα απάντηση σε αυτό το ευθύ ερώτημα φέρεται να έδωσε ο ίδιος ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – θα καταλάβετε αμέσως γιατί λέω «φέρεται».
«Πλήρης αποχώρηση όλων των δυνάμεων από την Κύπρο είναι εκτός συζήτησης», είπε.
Ετσι μεταδόθηκε η δήλωση και η είδηση από όλα σχεδόν τα κυπριακά και ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Και μάλιστα με τον Ερντογάν να προσθέτει ότι «εμείς θα είμαστε για πάντα στην Κύπρο, μην περιμένετε να μην υπάρχουν εγγυήσεις της Τουρκίας, δεν τίθεται θέμα να αποχωρήσει ο τουρκικός στρατός από την Κύπρο».
Ομως, ο Ερντογάν δεν είπε μόνο αυτά. Ή μάλλον, αυτά που είπε, δεν αποδίδουν το ίδιο νόημα με αυτά που γράφτηκαν στα δικά μας Μέσα ότι ήταν τα μόνα που είπε. Συγκεκριμένα, το BBC μετέδωσε την Παρασκευή ότι «ο πρόεδρος της Τουρκίας λέει ότι πλήρης αποχώρηση των δυνάμεών της από την Κύπρο είναι “εκτός συζήτησης”, εκτός κι αν συμφωνήσει και η Ελλάδα σε απόσυρση των δικών της δυνάμεων».
Τα τουρκικά ΜΜΕ, το λένε πιο καθαρά ακόμα:
«Ο πρόεδρος Αναστασιάδης», θυμίζει η έγκυρη Χουριέτ, «είπε την Παρασκευή στη Γενεύη ότι όποια συμφωνία υπάρξει για την επανένωση της Κύπρου θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει οπωσδήποτε την αποχώρηση των 30.000 τουρκικών στρατευμάτων από το νησί».
Ο Ερντογάν, κατά την Χουριέτ, απαντά σε αυτό λέγοντας ότι «Τουρκία και Ελλάδα μπορούν να κρατήσουν τότε έναν αριθμό στρατιωτών στο νησί που ήδη έχει συμφωνηθεί προηγουμένως σε διαπραγματεύσεις, και που είναι 950 έλληνες στρατιώτες και 650 τούρκοι».
[Σ.σ.: Επ’ αυτού, δεν υπάρχει καμία επιβεβαίωση, παρά μόνο πληροφορία δική μας ότι δεν αποκλείεται να έχει τεθεί σαν σκέψη στις διαπραγματεύσεις και έχει αφεθεί ανοικτό. Είναι αυτό που ανέφερε την προηγούμενη εβδομάδα το Protagon ως πληροφορία για ενδεχόμενη συμβιβαστική λύση παραμονής στο νησί δύο μικρών αγημάτων της ΕΛΔΥΚ (Ελληνικής Δύναμης Κύπρου) και της ΤΟΥΡΔΙΚ (Τουρκικής)].
Και παρακάτω, στην Χουριέτ, κληθείς ο Ερντογάν, να σχολιάσει την δήλωση Αναστασιάδη, αλλά και θέση της Ελλάδος (Κοτζιάς) για πλήρη αποχώρηση όλων των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί, απάντησε: «Εάν υπάρχει σκέψη για κάτι τέτοιο, τότε και οι δύο πλευρές (εννοεί Τουρκία και Ελλάδα) να αποσύρουν όλα τα στρατεύματά τους από εδώ».
Βεβαίως, ούτε ίση αριθμητικά είναι η στρατιωτική δύναμη των δύο χωρών στο νησί, ούτε οι δηλώσεις Ερντογάν ισοδυναμούν πάντα με συμβόλαιο. Όμως, η διαστρέβλωσή τους, και ιδίως μέσα στην κρίσιμη φάση των διαπραγματεύσεων, δεν κάνει καλό σε καμία πλευρά και, εν πάση περιπτώσει μπορούν να αποτελέσουν, οι δηλώσεις αυτές, βάση για να κερδηθεί μία σημαντική υποχώρηση από την μέχρι τώρα θέση-μπετόν της Αγκυρας.
Από το 1974 η Τουρκία διατηρεί δύναμη 30.000 Τούρκων στρατιωτών στην βόρεια, κατεχόμενη Κύπρο. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία δηλώνει καθαρά ότι διαρκής λύση με τη συνέχιση αυτής της παρουσίας δεν μπορεί να υπάρξει. Και ξέρει επίσης ότι, όποια καλή συμφωνία και εάν πετύχει στα υπόλοιπα 5 κεφάλαια (εδαφικό, περιουσιακό, διακυβέρνηση, οικονομία και ΕΕ), σχέδιο λύσης με κατοχικό στρατό στο νησί δεν περνάει με τίποτα σε δημοψήφισμα.
Στην Κύπρο, η Ελλάδα διατηρεί στρατιωτική δύναμη περίπου 1000 ανδρών. Μιλάμε για την Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και όχι για τον κυπριακό στρατό, την Εθνική Φρουρά όπως λέγεται.
Σύμφωνα με το BBC ο τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί έχει πει πως «εάν μία πλευρά απαιτεί η άλλη να απομακρύνει όλες τις δυνάμεις της, λύση δεν θα βρεθεί».
Εγκυροι δυτικοί αναλυτές εκτιμούν πως αυτή η δήλωση του Ακιντζί (που ειρήσθω εν παρόδω δεν είναι ιδιαίτερα αρεστός στον Ερντογάν, και σίγουρα είναι αποδιοπομπαίος για την δική του αυτοαποκαλούμενη «κυβέρνηση» στον Βορρά, που περίπου τον θεωρεί προδότη που συνομιλεί και συμφωνεί σε πολλά με τον Αναστασιάδη), δείχνει ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πλέον είναι ορθάνοικτο και το θέμα αποχώρησης στρατιωτικών δυνάμεων.
Πόσοι και πώς, θα το δούμε.
Οπως και να έχει, εάν κάτι δεν είναι καινούργιο στην μακροχρόνια σημειολογία των ατέλειωτων διαπραγματεύσεων και διαβουλεύσεων περί το Κυπριακό, αυτό είναι το απίθανο και ενίοτε εξουθενωτικό «παιχνίδι των λέξεων», που παίζεται και από τις δύο πλευρές.
Επίσης, είναι σαφές ότι οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ Αναστασιάδη – Ακιντζί (διότι μόνο αυτοί θα την υπογράψουν, κανένας άλλος), πρέπει να περάσει από ξεχωριστά δημοψηφίσματα των δύο κοινοτήτων στη Κύπρο. Για να πουλήσει ο πρώτος στους Ελληνοκύπριους έστω και περιορισμένη, έστω και μικρή, έστω και προσωρινή (με σαφή χρονικό ορίζοντα οριστικής αποχώρησης) παρουσία τουρκικών δυνάμεων στο νησί, θα πρέπει πρώτον να υπάρχει σαφής εγγύηση (πιθανώς από ΕΕ ή ΟΗΕ, ή και τους δύο) ότι δεν θα μπορέσει κανείς πλέον να επέμβει στρατιωτικά στη Κύπρο, και δεύτερον θα πρέπει το υπόλοιπο πακέτο να προβλέπει οπωσδήποτε επιστροφή της Μόρφου και άλλων περιοχών, καθώς και σημαντικού αριθμού προσφύγων, και όχι ισοβαρή ρύθμιση στο θέμα της εναλλασσόμενης προεδρίας.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά προτείνει μία πενταετή τουρκοκυπριακή προεδρία για κάθε τέσσερις δικές της, η άλλη πλευρά θέλει μία ανά δύο.
Το πρόβλημα που, κατά τις δικές μας πληροφορίες, έχουν οι δύο ηγέτες, είναι ο καθένας με τη Μητέρα Πατρίδα του, αλλά και με την εσωτερική του αντιπολίτευση. Ο Ακιντζί με τον Ερντογάν, ο Αναστασιάδης όχι τόσο πολύ με τον Τσίπρα, όσο με τον Κοτζιά, ασχέτως εάν για λόγους ευνόητους πρέπει να εμφανίζεται προς τα έξω, ιδίως τώρα, ότι έχουν «αγαστή συνεργασία». Δεν έχουν.
Για δεύτερη φορά σε σύντομο χρονικό διάστημα ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, θεωρήθηκε ότι με βεβιασμένες δηλώσεις του για το θέμα των εγγυήσεων, χωρίς προηγουμένως να έχει συνεννοηθεί για αυτές με τη κυπριακή κυβέρνηση, φάνηκε να θέτει όρους στην διαπραγματευτική διαδικασία, σε μία κρίσιμη φάση μάλιστα όπου οι δύο πλευρές έχουν ξεπεράσει τη φάση του «θέτω όρους» και έχουν ανοίξει διάπλατα τα χαρτιά τους στο τραπέζι.
Ενώ η Βρετανία έχει δηλώσει ανοικτά προς τις δύο πλευρές «βρείτε τα εσείς μεταξύ σας και εάν συμφωνήσετε κατάργηση των εγγυητριών δυνάμεων, εμείς φεύγουμε», η Ελλάδα δια του κ. Κοτζιά παίζει έναν διαφορετικό ρόλο. Κατά πηγές στην Λευκωσία, «πατριωτικό».
Μετά το Μον Πελερέν, όπου επιτεύχθηκαν οι όποιες συγκλίσεις στα πέντε κεφάλαια και έμεινε ανοικτό έκτο, των εγγυήσεων και της ασφάλειας, ο κ. Κοτζιάς δήλωσε δημόσια ότι δεν θα πάει η Ελλάδα σε πολυμερή διάσκεψη εάν εκ των προτέρων δεν υπήρχε δέσμευση από την Άγκυρα ότι θέμα παραμονής τούρκων στρατιωτών δεν θα τεθεί κάν στο τραπέζι.
Εμείς εκείνες τις ημέρες βρεθήκαμε στη Λευκωσία, και γνωρίζουμε από πρώτο χέρι ότι ο πρόεδρος Αναστασιάδης έγινε έξαλλος με τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών και διεμήνυσε στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να τον μαζέψει.
Στην Κύπρο όμως, κυρίως στην πλευρά εκείνων που ονομάζονται «απορριπτικοί», και είναι όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης πλην του αριστερού ΑΚΕΛ, φαίνεται πως στο πρόσωπο του κ. Κοτζιά βρέθηκε ένας «νέος εθνικός ήρωας», όπως χαρακτηρίστηκε στα social media, όπου η υποστήριξη που χαίρει είναι μεγάλη.
Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών, όπως έχουν πει στο Protagon άνθρωποι από τον διπλωματικό χώρο, βλέπει σαν προσωπικό, πολιτικό του στοίχημα «το ανέβασμα του θέματος των εγγυήσεων και της ασφάλειας στο Κυπριακό», και δημοσίως επαίρεται ότι στο πράγματι πολύπλοκο αυτό ζήτημα έχει στο πλευρό του μερικούς από τους διαπρεπέστερους επιστήμονες του χώρου.
Ομως, εδώ τα πράγματα είναι πιο σοβαρά από την προσωπική καταξίωση οποιουδήποτε. Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Νίκος Ρολάνδης, μας θύμισε ότι «τέτοιους παλικαρισμούς» έκανε από την Αθήνα στην αρχή της δεκαετίας του ’80, μόλις εξελέγη, ο Ανδρέας Παπανδρέου, αρνούμενος εμφατικά να συζητήσει καν το Κυπριακό εάν πρώτα δεν αποχωρούσαν όλοι οι τούρκοι στρατιώτες. Ηταν νωπή ακόμα τότε η εισβολή – μας λέει – και η πολιτική αυτή, της «πρόταξης» όπως ονομάστηκε, αποδείχθηκε ολέθρια, διότι χάσαμε πολύτιμο χρόνο, εδραιώθηκε η κατοχή και το εκεί καθεστώς, και φτάσαμε τώρα, 42 χρόνια μετά, να ξαναπροσπαθούμε για λύση, υπό πολύ δυσμενέστερες συνθήκες.
«Λοιπόν, εγώ είδα υπουργούς από την Ελλάδα εδώ και έκαναν τους πατριώτες, και δεν ήξεραν πού ήταν οι βασικές πόλεις της Κύπρου. Δεν λέω ότι τελικά πρέπει να μείνει εδώ κατ’ ανάγκην στρατός τουρκικός. Και τότε επί Παπανδρέου μας ρωτούσαν μερικοί ειρωνικά: Δηλαδή, δεν θέλετε να φύγει ο στρατός; Τι εξυπνάδες ειν’ αυτές; Και βεβαίως θέλουμε να φύγει. Αλλά αν το βάλεις ως όρο εκ των προτέρων, ως πρόταξη, να φύγει ο στρατός και μετά να συνομιλήσουμε, δεν θα φύγει ο στρατός, θα χάσουμε όπως και πριν χρόνια, και όπως τώρα που φτάσαμε τα 42 χρόνια και το πρόβλημα θα παραμένει άλυτο», λέει ο κ. Ρολάνδης, ένας άνθρωπος με τεράστια πείρα στο Κυπριακό – ο παλαιότερος εν ζωή υπουργός Εξωτερικών του Ελληνισμού.
Στη Γενεύη, ο Νίκος Κοτζιάς αναστάτωσε την κυπριακή αντιπροσωπεία όταν, το μεσημέρι της Παρασκευής, προέβη σε δηλώσεις πιθανολογώντας τι θα γίνει στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων. Προτού καν ξεκινήσει η απογευματινή συνεδρία της Διάσκεψης για το Κυπριακό στις 6.30 μ.μ., ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών έσπευσε να ανακοινώσει (αναρτήθηκε και αμέσως στο site του Υπουργείου, www.mfa.gr), ότι «σύμφωνα με όσα έχουν δείξει οι συζητήσεις μέχρι τώρα, πιθανολογώ ότι θα επιβεβαιωθεί η κατ’ αρχήν συμφωνία μας για την δημιουργία μιας ομάδας ειδικών οι οποίοι θα ετοιμάσουν έναν κατάλογο ερωτήσεων στην βάση του οποίου θα γίνει στις 23 Ιανουαρίου – πιθανόν, το λέω πάλι, συνάντηση των ΥΠΕΞ».
Στην απογευματινή συνεδρία η συνάντηση ορίστηκε για τις 18 του μηνός, αλλά το θέμα δεν είναι σε αυτήν την λεπτομέρεια, που όμως καθόλου δεν είναι τέτοια. Καθώς, όπως μετέδωσαν κύπριοι και ξένοι απεσταλμένοι, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες επιθυμούσε να συνεχιστεί η Διάσκεψη και το απόγευμα της ημέρας εκείνης (αφού έτσι κι αλλιώς ο ίδιος θα ήταν εκεί), και να αρχίσει να συζητείται το θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας. Αλλά με τις δηλώσεις του ο Κοτζιάς στην ουσία προανήγγειλε μια άλλη διαδικασία, που δεν έβρισκε όλους σύμφωνους, όπως μετέδωσε ο απεσταλμένος της κυπριακής εφημερίδας και της Deutsche Welle Γιώργος Κασκάνης.
Η αντίδραση του έλληνα υπουργού Εξωτερικών ήρθε μέσω twitter, το βράδυ του Σαββάτου, και ήταν αρκούντος συνωμοσιολογική: «Αναπαράγουν ψέματα τουρκικής προπαγάνδας νομίζοντας οτι έτσι γίνονται εκσυγχρονιστές. Στην πραγματικότητα γίνονται ουρά τουρκικού εθνικισμού»…
Στο εσωτερικό μέτωπο στην Κύπρο, μόνο το ΑΚΕΛ χαρακτήρισε θετικές της εξελίξεις και εξακολουθεί να υποστηρίζει τον Νίκο Αναστασιάδη πλήρως και, απ’ ό,τι μαθαίνουμε, και έμπρακτα με την συνδρομή ανθρώπων που έχουν γνώση του προβλήματος αλλά και επαφές και πρόσβαση σε σημαντική μερίδα Τουρκοκυπρίων.
Στις τελευταίες εκλογές που έγιναν στην Κύπρο, βουλευτικές, στις 22 Μαίου 2016, ο Δημοκρατικός Συναγερμός (ΔΗΣΥ) της συντηρητικής παράταξης, του οποίου ηγείτο μέχρι που έγινε Πρόεδρος Δημοκρατίας ο Αναστασιάδης, ήρθε πρώτο κόμμα με ποσοστό 30,69%, και το αριστερό ΑΚΕΛ, δεύτερο με 25,67%. Μαζί, φτάνουν στο 56,36%, που σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι περνάει ένα δημοψήφισμα για σχέδιο λύσης του Κυπριακού: α) επειδή πρόκειται για εντελώς διαφορετική εκλογική μάχη, και β) κάνεις δεν μπορεί να προβλέψει πως θα συμπεριφερθεί το 33,6% των νέων, κυρίως, ψηφοφόρων, που στις βουλευτικές επέλεξαν να απέχουν.
Στο προηγούμενο δημοψήφισμα, επί του Σχεδίου Ανάν, το ΑΚΕΛ αποφάσισε στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής του Επιτροπής, με οριακή πλειοψηφία, να ψηφίσει «όχι» ούτως ώστε, όπως ισχυρίστηκε χωρίς πειθώ ο τότε γενικός γραμματέας Δημήτρης Χριστόφιας «να τσιμεντώσουμε το ναι».
Το μόνο που τσιμεντώθηκε ήταν η συνέχιση της κατοχής και της διαίρεσης του νησιού, και μάλιστα με νέες συνθήκες που εδραίωναν και τα δύο. Οι έποικοι αυξήθηκαν, η παρουσία της Τουρκίας ενισχύθηκε και με μεγάλο επενδυτικό πρόγραμμα (αφού λόγω μη αναγνώρισης του εκεί τμήματος καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να κάνει επενδύσεις στον Βορρά), και μεγάλο τμήμα του εκεί τουρκοκυπριακού πληθυσμού, έχοντας λάβει πλέον διαβατήριο της ΕΕ, ή μετανάστευσε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο) ή συνθηκολόγησε με την ιδέα ότι «θα μείνουμε έτσι όπως είμαστε».
Η ελληνοκυπριακή πλευρά, έχοντας περάσει από σκληρή οικονομική δοκιμασία λόγω της χρεωκοπίας του τραπεζικού της συστήματος το 2013 και την υπαγωγή της χώρας σε επιτήρηση και μνημόνιο, αν και δεν έπαψε ποτέ να διακηρύττει ότι επιθυμεί λύση του Κυπριακού στη βάση δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, ποτέ δεν συμφώνησε σε κάτι που προσέγγιζε αυτό το μοντέλο. Κάθε παράταξη, είχε και έχει την δική της ερμηνεία, και γίνεται πολλή κουβέντα επί του τύπου και όχι της ουσίας.
Το στοιχείο που ενώνει το μεγαλύτερο κομμάτι της αντιπολίτευσης εναντίον της προσπάθειας Αναστασιάδη-Ακιντζί, είναι ότι θεωρεί πως η λύση που φαίνεται να είναι στο τραπέζι απαρέγκλιτα, στην ουσία καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία, που θεωρούν ότι «είναι το μόνο σίγουρο και ασφαλές πράγμα που έχουμε».
Για αυτό και, μετά τον τελευταίο γύρο συνομιλιών στη Γενέυη:
To Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗΚΟ), κεντρώο κόμμα, παλαιότερα μακαριακό, με πρόεδρο τον Σπύρο Κυπριανού, τώρα στα χέρια του Νικόλα Παπαδόπουλου, γιου του Τάσσου, μιλάει ανοικτά για «αποτυχία και φιάσκο» αφού μεταξύ άλλων, λέει, «η τουρκική πλευρά πέτυχε να διασφαλίσει τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων με πενταμερή σύνθεση, χωρίς την Κυπριακή Δημοκρατία». Παρά το γεγονός ότι ο Νίκος Αναστασιάδης δήλωσε ενώπιον όλων ότι παρίσταται στη Διάσκεψη με την διττή ιδιότητα του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ηγέτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας, ενώ ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ σαφώς αναφέρθηκε σε Διάσκεψη που γίνεται με την παρουσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. (Κλασσικό παράδειγμα της σημειολογίας των λέξεων για την οποία μιλήσαμε πριν, χωρίς να υποτιμούμε βέβαια την σημασία που έχει η ουσία και όχι ο τύπος του πράγματος).
Το σοσιαλιστικό κόμμα της ΕΔΕΚ, του πάλαι ποτέ Βάσου Λυσσαρίδη, επισημαίνει ότι τίποτα δεν επιτεύχθηκε στη Γενεύη στο κρίσιμο θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, και εκθειάζει τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδος Νίκο Κοτζιά που υποστηρίζει «την ξεκάθαρη θέση της ελληνικής Κυβέρνησης για αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και κατάργηση των αναχρονιστικών εγγυήσεων, καλώντας την κυβέρνηση να συμπορευτεί με τη θέση αυτή».
Η Συμμαχία Πολιτών του πρώην πολιτευτή του ΑΚΕΛ, Γιώργου Λιλλήκα, υπουργού Εξωτερικών στην κυβέρνηση Παπαδόπουλου, αναφέρεται και αυτή στο «φιάσκο της Γενεύης», και εύχεται, λέει, να αντιληφθεί ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ότι η «τουρκική αδιαλλαξία δεν θα καμφθεί με ευχολόγια και μονομερείς υποχωρήσεις, ούτε το Κυπριακό μπορεί να λυθεί με ασάφειες».
Στο ίδιο, καταδικαστικό πνεύμα και οι δηλώσεις των επικεφαλής των Οικολόγων και της Αλληλεγγύης Πολιτών της Ελένης Θεοχάρους που ήταν παλιότερα στο κόμμα Αναστασιάδη αλλά αποχώρησε λόγω διαφορών στο Εθνικό Θέμα.
Οι ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης (πλην του ακροδεξιού ΕΛΑΜ, εξαδέλφου της Χρυσής Αυγής), μετέβησαν στη Γενεύη με τον πρόεδρο Αναστασιάδη, αλλά δεν παρέστησαν καν στο δείπνο που παρατέθηκε και αποχώρησαν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου