Ποίημα του Ιωάννη Πολέμη για την σημαία:
Πάντα κι ὅπου σ᾿ ἀντικρίζω,
μὲ λαχτάρα σταματῶ,
ὑπερήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
Δόξα ἀθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχὴ
καὶ μαζί σου φτερουγίζει
τῆς πατρίδος ἡ ψυχῆ.
Ὅταν ξάφνου σὲ χαϊδεύει τ᾿ ἀγεράκι τ᾿ ἀλαφρό,
μοιάζεις κύμα, ποὺ σαλεύει μὲ χιονόλευκον ἀφρό.
Κι ὁ σταυρὸς ποὺ λαμπυρίζει στὴν ψηλή σου κορυφή,
εἶν᾿ ὁ φάρος ποὺ φωτίζει μίαν ἐλπίδα μας κρυφή.
Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω καὶ τὰ χέρια μου χτυπῶ,
σὰν ἁγία σὲ λατρεύω, σὰ μητέρα σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἀπ᾿ τὰ στήθη μου ἀνεβαίνει μία χαρούμενη φωνή:
«Νἆσαι πάντα δοξασμένη, ὦ Σημαία γαλανή!»
Πάντα κι ὅπου σ᾿ ἀντικρίζω,
μὲ λαχτάρα σταματῶ,
ὑπερήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
Δόξα ἀθάνατη στολίζει
κάθε θεία σου πτυχὴ
καὶ μαζί σου φτερουγίζει
τῆς πατρίδος ἡ ψυχῆ.
Ὅταν ξάφνου σὲ χαϊδεύει τ᾿ ἀγεράκι τ᾿ ἀλαφρό,
μοιάζεις κύμα, ποὺ σαλεύει μὲ χιονόλευκον ἀφρό.
Κι ὁ σταυρὸς ποὺ λαμπυρίζει στὴν ψηλή σου κορυφή,
εἶν᾿ ὁ φάρος ποὺ φωτίζει μίαν ἐλπίδα μας κρυφή.
Σὲ θωρῶ κι ἀναθαρρεύω καὶ τὰ χέρια μου χτυπῶ,
σὰν ἁγία σὲ λατρεύω, σὰ μητέρα σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἀπ᾿ τὰ στήθη μου ἀνεβαίνει μία χαρούμενη φωνή:
«Νἆσαι πάντα δοξασμένη, ὦ Σημαία γαλανή!»