Γιώργος Ρακκάς
Σ’ έναν παλαιότερο προεκλογικό αντίλογο των Χρύσανθου Λαζαρίδη και Γιάνη (sic!) Βαρουφάκη, ο τελευταίος αντέταξε το γνωστό θεώρημα περί της “αθωότητας” της αριστεράς, που «δεν κυβέρνησε ποτέ στην Ελλάδα». Κι όμως, στην πραγματικότητα, τα τελευταία τριάντα χρόνια αυτή η ανανεωτική αριστερά συμμετείχε κανονικότατα στην διακυβέρνηση, άλλοτε έμμεσα διά του ελέγχου των ιδεολογικών μηχανισμών εξουσίας (πανεπιστήμια, ΜΚΟ, οργανισμοί και συμβουλευτικές επιτροπές υπουργών) και άλλοτε άμεσα, ιδιαίτερα κατά την εποχή του Κώστα Σημίτη, αναλαμβάνοντας κεντρικότερους ρόλους.Επρόκειτο για μια μείζονα διαδικασία ενσωμάτωσης, που δεν έχει μόνο πολιτικές διαστάσεις, αλλά και κοινωνικές και πολιτισμικές. Αυτές αφορούν ιδιαίτερα εκείνα τα κομμάτια του κόσμου της αριστεράς, εμφανίζονταν πολιτικά ριζοσπαστικότεροι από την ανανεωτική αριστερά, εντούτοις χαρακτηρίζονται από μεγάλη ταξική και πολιτισμική συγγένεια μαζί της, καθώς και ταυτόσημους μορφωτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς.
Η σύμπλευση όλων των παραπάνω στη γραμμή του εθνομηδενισμού, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις πιο αυθεντικές λαϊκές επαναστατικές παραδόσεις αυτού του τόπου, αποδεικνύει τη βαθύτερη «ενότητα» αυτών των δυνάμεων.
Αυτή είναι που επέτρεψε και την σύμπηξη του μετώπου του ΣΥΡΙΖΑ από μια πλειάδα οργανώσεων και συνιστωσών, παρά τις πολιτικές διαφορές μεταξύ τους. Αυτή η αριστερά περιλαμβάνει σήμερα ένα μεγάλο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό σύνολο, αρχίζοντας από τους συνδαιτυμόνες του πρωθυπουργικού γραφείου του Κωνσταντίνου Σημίτη, ή του Σωκράτη Κόκκαλη, περνάει μέσα από τα πιο διανοούμενα κομμάτια του ΠΑΣΟΚ και την πανεπιστημιακή αφρόκρεμα του ΣΥΡΙΖΑ, τους οικολόγους, και καταλήγει στην… ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Αυτόν ακριβώς τον χώρο αποσκοπεί να μεταβάλει σε πολιτικό μέτωπο ο Αλέξης Τσίπρας με τα συνθήματα της «νέας μεταπολίτευσης», της «κυβερνώσας ευρωπαϊκής αριστεράς», του «αριστερού μετώπου». Τι πρεσβεύει πολιτικά όμως αυτού του τύπου η ευρωπαϊκή αριστερά; Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ήδη από το 1985, έχει μιλήσει σχετικά: Πριν από τριάντα ή εξήντα χρόνια, οι άνθρωποι της αριστεράς μιλούσαν για τη Μεγάλη Νύχτα, οι άνθρωποι της δεξιάς για την αέναη πρόοδο κ.λπ.
Σήμερα, κανένας δεν τολμάει να εκφράσει ένα φιλόδοξο σχέδιο, ή τουλάχιστον ορθολογικό, που να πηγαίνει πέρα από τον προϋπολογισμό ή από τις προσεχείς εκλογές. Και δέκα χρόνια αργότερα θα επανέλθει πιο ξεκάθαρος: Ας πάρουμε τη διαμάχη ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά. Στις ημέρες μας έχει χάσει το νόημά της. Όχι επειδή δεν υπάρχει υλικό για να τροφοδοτηθεί μια πολιτική διαμάχη, και μάλιστα μια πολύ σοβαρή διαμάχη. Αλλά επειδή τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά, λίγο έως πολύ, λένε τα ίδια πράγματα.
Για παράδειγμα, τι λέει επί της ουσίας το γερμανικό αριστερό ντι Λίνκε για την Ευρώπη και την Ελλάδα; Αμφισβητεί την οικονομική βάση της γερμανικής πρωτοκαθεδρίας στην Ευρώπη; Ακόμα και οι ελληνικές εκδόσεις του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ αναφέρουν ότι οι δράσεις του χρηματοδοτούνται από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών. Και αξιώνουν έναν «εξανθρωπισμό» της γερμανικής Ευρώπης. Δεν πρεσβεύουν κανένα διαφορετικό όραμα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, το κοινωνικό και οικονομικό τους μοντέλο, την αρχιτεκτονική της και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς. Μόνο μια παραλλαγή κοινωνικής ανακούφισης και εκδημοκρατισμού.
Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά έχει αναλύσει διεξοδικά την ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κινήματος στην αριστερά, όπου η αστική αριστερά του διαφωτισμού, με το υψηλό μορφωτικό επίπεδο, υπέταξε το λαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα. Η κατάσταση όμως στην Ευρώπη του 21ου αιώνα έχει μεταβληθεί κατά πολύ, επί τα χείρω: Οι πάλαι ποτέ προλετάριοι έγιναν… μεσοστρώματα, ενώ η αστική αριστερά, λόγω του θεμελιακού της κοσμοπολιτισμού, έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του θεσμικού/ιδεολογικού και πολιτισμικού οικοδομήματος της παγκοσμιοποίησης. Και, βεβαίως, της ελληνικής εκδοχής του κατά την ύστερη μεταπολίτευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, παίζοντας το χαρτί της «αριστερής διακυβέρνησης», δημιουργεί ένα πολιτικό μπλοκ, στο οποίο κάθε κομμάτι της αριστεράς αναλαμβάνει τη θέση και τον ρόλο που αντιστοιχεί στην κοινωνική του δύναμη και την ταξική του θέση. Έτσι, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ως σύμβολο της συνέχειας του σημιτικού εκσυγχρονισμού, μπαίνει επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας και σηματοδοτεί τον κύριο προσανατολισμό. Η Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη αναδεικνύεται συνομιλητής, γιατί αποτελεί δίαυλο με την αμερικάνικη «κυβερνώσα αριστερά» του ιδρύματος Κλίντον.
Ο Π. Λαφαζάνης και η τάση του εκφράζουν ένα κομμάτι της πάλαι ποτέ κυρίαρχης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που συμμετείχε έμμεσα στο καθεστώς της ύστερης μεταπολίτευσης, μέσω της συναίνεσης των συνδικάτων, παίζει τον ρόλο της οργανωμένης εσωκομματικής μειοψηφίας. Η δε «πατριωτική αριστερά» τίθεται οργανωτικά στο περιθώριο και χρησιμοποιείται ως επικοινωνιακός μαγνήτης για τους «αγανακτισμένους» και το ευρύτερο ακροατήριο της κοινωνικής κατακραυγής που μεγάλωσε τα τελευταία χρόνια.
Τέλος, ο κόσμος του ΚΚΕ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καλείται ανοιχτά να εγκαταλείψει τους πολιτικούς του χώρους και να συνταχθεί με το «μέτωπο» σε ρόλο ψηφοφόρων-αφισοκολλητών. Είναι σαφές, ότι, σε αυτό το μέτωπο, όπως στη Φάρμα των Ζώων του Όργουελ, «προφανώς κάποια ζώα δεν είναι τόσο ίσα όσο άλλα».
Βέβαια, στο μυαλό των περισσότερων, ένα αριστερό μέτωπο είναι πολιτικά και ταξικά καθαρό μέτωπο. Κι αυτό γιατί, λίγο ως πολύ, εμφορούμαστε ακόμα από τα παρωχημένα στερεότυπα της μεταπολίτευσης, στις συνθήκες μιας ιδεολογικο-πολιτικής ηγεμονίας της καθεστηκυίας αριστεράς.
Στην πραγματικότητα, όμως, επειδή η αριστερά έχει εδώ και πολύ καιρό μολυνθεί από το μικρόβιο της εξουσίας, το αριστερό κυβερνητικό μέτωπο δεν είναι ένα «καθαρό» μέτωπο.
Αντίθετα, σε φέρνει αγκαλιά με μια αριστερά που αποτελεί μέρος των αρχουσών τάξεων, είτε μιλάμε για τη διοργανώτρια των Ολυμπιακών Αγώνων, είτε για την Θεοδώρα Τζάκρη, με τις γόβες λουμπούτιν των χιλιάδων ευρώ, και όλους τους διανοούμενους που έπαιξαν ρόλο ιδεολογικού εργολάβου σε ΜΚΟ, ιδρύματα, οργανισμούς.
Αυτοί είναι οι λόγοι, εξάλλου, που οι πιο αυθεντικοί Ποδέμος δεν επιθυμούν ένα αριστερό μέτωπο αλλά ένα πατριωτικό δημοκρατικό μέτωπο στα λατινοαμερικάνικα πρότυπα, που θα λειτουργήσει αποτελεσματικότερα εναντίον του δεξιού-αριστερού Ιανού της εξουσίας. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας (βλέπε άρθρο της Ρήξης) δηλώνει σε συνέντευξή του: «Δεν είμαι υπέρ ενός αριστερού μετώπου. Κάτι τέτοιο θα ήταν σφάλμα. Ο στόχος μας είναι να επιτύχουμε λαϊκή ενότητα, κι αυτό υπερβαίνει τις πολιτικές ταυτότητες. Αυτό που θα μετρήσει είναι το πρόγραμμα […] Προκρίνουμε μια κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης που θέτει στο επίκεντρο μερικά πολύ απλά ερωτήματα: περί παιδείας, υγείας, στέγης για όλους».
Πλέον, σε μια εποχή ανεπίστρεπτης περιφερειοποίησης, το «ταξικό» ζήτημα επηρεάζεται καταφανώς από το «εθνικό», δηλαδή από την εθνική στρατηγική μέσα στους μεγάλους περιφερειακούς πόλους. Και οι εθνικές στρατηγικές διαμορφώνονται από πλατιά κοινωνικά μέτωπα, στα οποία σημασία έχει το «πρόγραμμα» – δηλαδή το ποιος διατηρεί την ιδεολογικοπολιτική ηγεμονία, και το αν αυτή προκρίνει το συμφέρον της εργαζόμενης (ή στην περίπτωσή μας … χειμαζόμενης) πλειοψηφίας.
Πάνε οι εποχές της ψυχροπολεμικής διαίρεσης, όπου τα πράγματα ήταν «καθαρά» και καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από τους «πολιτικούς μονοθεϊσμούς» της αριστεράς (ισότητα) και της δεξιάς (ελευθερία). Ο 21ος αιώνας είναι πιο πολύπλοκος, και φέρει μέσα του την πικρή πείρα της ενσωμάτωσης των κινημάτων του 20ου, τα οποία την ίδια στιγμή τον έχουν επηρεάσει και τον έχουν αλλάξει αποφασιστικά.
Με βάση την παγκόσμια πείρα, και την πείρα σαράντα χρόνων μεταπολίτευσης, είναι σαφές ότι κάθε «κυβερνώσα αριστερά» είναι καταδικασμένη να καταντήσει σαν την αριστερά που κυβέρνησε.
Ωστόσο, το κακό δεν σταματάει μόνον εδώ. Ούτως ή άλλως, κάτι τέτοιο έχει ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται. Ένα μέρος του συστήματος εξουσίας στην Ελλάδα, ενδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες όπως ο ΔΟΛ, η φιλελεύθερη πτέρυγα της αμερικάνικης πρεσβείας, σε συνεργασία με αντίστοιχες πτέρυγες της γερμανικής Ευρώπης, Πράσινοι, σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και αριστεροί, παίζουν αυτό το χαρτί: Την προοπτική ενός «μεγάλου συμβιβασμού», που θα μεταμορφώσει τον Τσίπρα σε Έλληνα Ματέο Ρέντσι και θα εξασφαλίσει εμμέσως τη συνέχεια της πολιτικής και γεωπολιτικής στρατηγικής που επιβάλλεται στη χώρα μας μετά τους μνημονιακούς. Μ’ ένα προσχηματικό μείγμα-λίφτινγκ «κοινωνικής ανακούφισης», αριστερού εθνομηδενισμού και άλλων φιλελεύθερων μέτρων.
Αυτό που διακυβεύεται, όμως, είναι και κάτι πολύ ευρύτερο. Γιατί τα τελευταία δέκα, δεκαπέντε χρόνια, έπειτα από μεγάλες ιδεολογικές διαμάχες, όπως ήταν το Σχέδιο Ανάν και τα σχολικά βιβλία της ιστορίας, αλλά και τις σαρωτικές πολιτικο-κοινωνικές εξελίξεις, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού χειραφετήθηκε τόσο από τον δικομματισμό, όσο και ευρύτερα από τη μεταπολιτευτική διαίρεση της αριστεράς και της δεξιάς. Τούτο κατέδειξαν, στρεβλώς και ατελώς, βέβαια, οι πλατείες των Αγανακτισμένων και τα λοιπά κινήματα των τελευταίων χρόνων: Ένα διάχυτο αίτημα για τη σύνθεση του πατριωτισμού, του κοινωνικού ριζοσπαστισμού, της απαίτησης για δημοκρατία σ’ ένα πολιτικό μέτωπο, που παραμένει το ζητούμενο.
Εξάλλου, είναι σαφής και δεδομένη η συντριπτική κοινωνική αντίθεση με τα μνημόνια –εκδηλώθηκε άλλωστε στο δημοψήφισμα της Θεσσαλονίκης για το νερό. Ακόμα και αυτοί που ψηφίζουν Σαμαρά, στην πλειοψηφία τους, πέραν του τουριστικού κεφαλαίου και άλλων επιχειρηματικών δυνάμεων που κερδίζουν από τη μεταβολή της χώρας μας σε γκέτο αποικίας χρέους, δεν είναι μνημονιακοί, αλλά τρομαγμένοι.
Έτσι, η ανασύσταση του διπολισμού στη βάση της διαίρεσης αριστερά-δεξιά δημιουργεί ένα ρήγμα σε λάθος θέση –καθώς αποτυγχάνει να συσπειρώσει το μέγιστο της αντιμνημονιακής εθνικής ενότητας. Και επιπλέον μεταβάλλει όλον τον κόσμο, που καλόπιστα παρασύρεται από τις σειρήνες του «πόλου της ελπίδας», σε πρώτη ύλη για την παλινόρθωση του κοκκινοπράσινου εκσυγχρονιστικού ήλιου. Με λίγα λόγια, η αριστερή ενότητα, επειδή είναι ενότητα σε λάθος βάση, οδηγεί σε συμπαράταξη με τα «αριστερά αφεντικά». Και επειδή αξιώνει να μονοπωλήσει την εκπροσώπηση του «αντιμνημονιακού χώρου», τον απειλεί και αυτόν με ενσωμάτωση, ιδιαίτερα αν κάνει την κωλοτούμπα που φαίνεται ολοένα και πιο πιθανή σε ό,τι αφορά στη διαπραγμάτευση με τη γερμανική Ευρώπη.
Κάποιος θα πει ότι προτρέχουμε. Μπορεί. Ήδη όμως, ο σύμβουλος του Σημίτη είναι επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο επικρατείας, ο κεντροαριστερός ΔΟΛ πήδηξε στο τρένο του αριστερού κυβερνητισμού και η «αριστερή ενότητα» του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει ολοένα και περισσότερο το Ολαρία-Ολαρά του Σαββόπουλου: Ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά/ ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά.
Πηγή : Άρδην
Σ’ έναν παλαιότερο προεκλογικό αντίλογο των Χρύσανθου Λαζαρίδη και Γιάνη (sic!) Βαρουφάκη, ο τελευταίος αντέταξε το γνωστό θεώρημα περί της “αθωότητας” της αριστεράς, που «δεν κυβέρνησε ποτέ στην Ελλάδα». Κι όμως, στην πραγματικότητα, τα τελευταία τριάντα χρόνια αυτή η ανανεωτική αριστερά συμμετείχε κανονικότατα στην διακυβέρνηση, άλλοτε έμμεσα διά του ελέγχου των ιδεολογικών μηχανισμών εξουσίας (πανεπιστήμια, ΜΚΟ, οργανισμοί και συμβουλευτικές επιτροπές υπουργών) και άλλοτε άμεσα, ιδιαίτερα κατά την εποχή του Κώστα Σημίτη, αναλαμβάνοντας κεντρικότερους ρόλους.Επρόκειτο για μια μείζονα διαδικασία ενσωμάτωσης, που δεν έχει μόνο πολιτικές διαστάσεις, αλλά και κοινωνικές και πολιτισμικές. Αυτές αφορούν ιδιαίτερα εκείνα τα κομμάτια του κόσμου της αριστεράς, εμφανίζονταν πολιτικά ριζοσπαστικότεροι από την ανανεωτική αριστερά, εντούτοις χαρακτηρίζονται από μεγάλη ταξική και πολιτισμική συγγένεια μαζί της, καθώς και ταυτόσημους μορφωτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς.
Η σύμπλευση όλων των παραπάνω στη γραμμή του εθνομηδενισμού, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις πιο αυθεντικές λαϊκές επαναστατικές παραδόσεις αυτού του τόπου, αποδεικνύει τη βαθύτερη «ενότητα» αυτών των δυνάμεων.
Αυτή είναι που επέτρεψε και την σύμπηξη του μετώπου του ΣΥΡΙΖΑ από μια πλειάδα οργανώσεων και συνιστωσών, παρά τις πολιτικές διαφορές μεταξύ τους. Αυτή η αριστερά περιλαμβάνει σήμερα ένα μεγάλο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό σύνολο, αρχίζοντας από τους συνδαιτυμόνες του πρωθυπουργικού γραφείου του Κωνσταντίνου Σημίτη, ή του Σωκράτη Κόκκαλη, περνάει μέσα από τα πιο διανοούμενα κομμάτια του ΠΑΣΟΚ και την πανεπιστημιακή αφρόκρεμα του ΣΥΡΙΖΑ, τους οικολόγους, και καταλήγει στην… ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Αυτόν ακριβώς τον χώρο αποσκοπεί να μεταβάλει σε πολιτικό μέτωπο ο Αλέξης Τσίπρας με τα συνθήματα της «νέας μεταπολίτευσης», της «κυβερνώσας ευρωπαϊκής αριστεράς», του «αριστερού μετώπου». Τι πρεσβεύει πολιτικά όμως αυτού του τύπου η ευρωπαϊκή αριστερά; Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ήδη από το 1985, έχει μιλήσει σχετικά: Πριν από τριάντα ή εξήντα χρόνια, οι άνθρωποι της αριστεράς μιλούσαν για τη Μεγάλη Νύχτα, οι άνθρωποι της δεξιάς για την αέναη πρόοδο κ.λπ.
Σήμερα, κανένας δεν τολμάει να εκφράσει ένα φιλόδοξο σχέδιο, ή τουλάχιστον ορθολογικό, που να πηγαίνει πέρα από τον προϋπολογισμό ή από τις προσεχείς εκλογές. Και δέκα χρόνια αργότερα θα επανέλθει πιο ξεκάθαρος: Ας πάρουμε τη διαμάχη ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά. Στις ημέρες μας έχει χάσει το νόημά της. Όχι επειδή δεν υπάρχει υλικό για να τροφοδοτηθεί μια πολιτική διαμάχη, και μάλιστα μια πολύ σοβαρή διαμάχη. Αλλά επειδή τόσο η δεξιά όσο και η αριστερά, λίγο έως πολύ, λένε τα ίδια πράγματα.
Για παράδειγμα, τι λέει επί της ουσίας το γερμανικό αριστερό ντι Λίνκε για την Ευρώπη και την Ελλάδα; Αμφισβητεί την οικονομική βάση της γερμανικής πρωτοκαθεδρίας στην Ευρώπη; Ακόμα και οι ελληνικές εκδόσεις του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ αναφέρουν ότι οι δράσεις του χρηματοδοτούνται από το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών. Και αξιώνουν έναν «εξανθρωπισμό» της γερμανικής Ευρώπης. Δεν πρεσβεύουν κανένα διαφορετικό όραμα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, το κοινωνικό και οικονομικό τους μοντέλο, την αρχιτεκτονική της και τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς. Μόνο μια παραλλαγή κοινωνικής ανακούφισης και εκδημοκρατισμού.
Ο Ζαν-Κλωντ Μισεά έχει αναλύσει διεξοδικά την ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κινήματος στην αριστερά, όπου η αστική αριστερά του διαφωτισμού, με το υψηλό μορφωτικό επίπεδο, υπέταξε το λαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα. Η κατάσταση όμως στην Ευρώπη του 21ου αιώνα έχει μεταβληθεί κατά πολύ, επί τα χείρω: Οι πάλαι ποτέ προλετάριοι έγιναν… μεσοστρώματα, ενώ η αστική αριστερά, λόγω του θεμελιακού της κοσμοπολιτισμού, έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του θεσμικού/ιδεολογικού και πολιτισμικού οικοδομήματος της παγκοσμιοποίησης. Και, βεβαίως, της ελληνικής εκδοχής του κατά την ύστερη μεταπολίτευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, παίζοντας το χαρτί της «αριστερής διακυβέρνησης», δημιουργεί ένα πολιτικό μπλοκ, στο οποίο κάθε κομμάτι της αριστεράς αναλαμβάνει τη θέση και τον ρόλο που αντιστοιχεί στην κοινωνική του δύναμη και την ταξική του θέση. Έτσι, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ως σύμβολο της συνέχειας του σημιτικού εκσυγχρονισμού, μπαίνει επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας και σηματοδοτεί τον κύριο προσανατολισμό. Η Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη αναδεικνύεται συνομιλητής, γιατί αποτελεί δίαυλο με την αμερικάνικη «κυβερνώσα αριστερά» του ιδρύματος Κλίντον.
Ο Π. Λαφαζάνης και η τάση του εκφράζουν ένα κομμάτι της πάλαι ποτέ κυρίαρχης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που συμμετείχε έμμεσα στο καθεστώς της ύστερης μεταπολίτευσης, μέσω της συναίνεσης των συνδικάτων, παίζει τον ρόλο της οργανωμένης εσωκομματικής μειοψηφίας. Η δε «πατριωτική αριστερά» τίθεται οργανωτικά στο περιθώριο και χρησιμοποιείται ως επικοινωνιακός μαγνήτης για τους «αγανακτισμένους» και το ευρύτερο ακροατήριο της κοινωνικής κατακραυγής που μεγάλωσε τα τελευταία χρόνια.
Τέλος, ο κόσμος του ΚΚΕ ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καλείται ανοιχτά να εγκαταλείψει τους πολιτικούς του χώρους και να συνταχθεί με το «μέτωπο» σε ρόλο ψηφοφόρων-αφισοκολλητών. Είναι σαφές, ότι, σε αυτό το μέτωπο, όπως στη Φάρμα των Ζώων του Όργουελ, «προφανώς κάποια ζώα δεν είναι τόσο ίσα όσο άλλα».
Βέβαια, στο μυαλό των περισσότερων, ένα αριστερό μέτωπο είναι πολιτικά και ταξικά καθαρό μέτωπο. Κι αυτό γιατί, λίγο ως πολύ, εμφορούμαστε ακόμα από τα παρωχημένα στερεότυπα της μεταπολίτευσης, στις συνθήκες μιας ιδεολογικο-πολιτικής ηγεμονίας της καθεστηκυίας αριστεράς.
Στην πραγματικότητα, όμως, επειδή η αριστερά έχει εδώ και πολύ καιρό μολυνθεί από το μικρόβιο της εξουσίας, το αριστερό κυβερνητικό μέτωπο δεν είναι ένα «καθαρό» μέτωπο.
Αντίθετα, σε φέρνει αγκαλιά με μια αριστερά που αποτελεί μέρος των αρχουσών τάξεων, είτε μιλάμε για τη διοργανώτρια των Ολυμπιακών Αγώνων, είτε για την Θεοδώρα Τζάκρη, με τις γόβες λουμπούτιν των χιλιάδων ευρώ, και όλους τους διανοούμενους που έπαιξαν ρόλο ιδεολογικού εργολάβου σε ΜΚΟ, ιδρύματα, οργανισμούς.
Αυτοί είναι οι λόγοι, εξάλλου, που οι πιο αυθεντικοί Ποδέμος δεν επιθυμούν ένα αριστερό μέτωπο αλλά ένα πατριωτικό δημοκρατικό μέτωπο στα λατινοαμερικάνικα πρότυπα, που θα λειτουργήσει αποτελεσματικότερα εναντίον του δεξιού-αριστερού Ιανού της εξουσίας. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας (βλέπε άρθρο της Ρήξης) δηλώνει σε συνέντευξή του: «Δεν είμαι υπέρ ενός αριστερού μετώπου. Κάτι τέτοιο θα ήταν σφάλμα. Ο στόχος μας είναι να επιτύχουμε λαϊκή ενότητα, κι αυτό υπερβαίνει τις πολιτικές ταυτότητες. Αυτό που θα μετρήσει είναι το πρόγραμμα […] Προκρίνουμε μια κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης που θέτει στο επίκεντρο μερικά πολύ απλά ερωτήματα: περί παιδείας, υγείας, στέγης για όλους».
Πλέον, σε μια εποχή ανεπίστρεπτης περιφερειοποίησης, το «ταξικό» ζήτημα επηρεάζεται καταφανώς από το «εθνικό», δηλαδή από την εθνική στρατηγική μέσα στους μεγάλους περιφερειακούς πόλους. Και οι εθνικές στρατηγικές διαμορφώνονται από πλατιά κοινωνικά μέτωπα, στα οποία σημασία έχει το «πρόγραμμα» – δηλαδή το ποιος διατηρεί την ιδεολογικοπολιτική ηγεμονία, και το αν αυτή προκρίνει το συμφέρον της εργαζόμενης (ή στην περίπτωσή μας … χειμαζόμενης) πλειοψηφίας.
Πάνε οι εποχές της ψυχροπολεμικής διαίρεσης, όπου τα πράγματα ήταν «καθαρά» και καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από τους «πολιτικούς μονοθεϊσμούς» της αριστεράς (ισότητα) και της δεξιάς (ελευθερία). Ο 21ος αιώνας είναι πιο πολύπλοκος, και φέρει μέσα του την πικρή πείρα της ενσωμάτωσης των κινημάτων του 20ου, τα οποία την ίδια στιγμή τον έχουν επηρεάσει και τον έχουν αλλάξει αποφασιστικά.
Με βάση την παγκόσμια πείρα, και την πείρα σαράντα χρόνων μεταπολίτευσης, είναι σαφές ότι κάθε «κυβερνώσα αριστερά» είναι καταδικασμένη να καταντήσει σαν την αριστερά που κυβέρνησε.
Ωστόσο, το κακό δεν σταματάει μόνον εδώ. Ούτως ή άλλως, κάτι τέτοιο έχει ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται. Ένα μέρος του συστήματος εξουσίας στην Ελλάδα, ενδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες όπως ο ΔΟΛ, η φιλελεύθερη πτέρυγα της αμερικάνικης πρεσβείας, σε συνεργασία με αντίστοιχες πτέρυγες της γερμανικής Ευρώπης, Πράσινοι, σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και αριστεροί, παίζουν αυτό το χαρτί: Την προοπτική ενός «μεγάλου συμβιβασμού», που θα μεταμορφώσει τον Τσίπρα σε Έλληνα Ματέο Ρέντσι και θα εξασφαλίσει εμμέσως τη συνέχεια της πολιτικής και γεωπολιτικής στρατηγικής που επιβάλλεται στη χώρα μας μετά τους μνημονιακούς. Μ’ ένα προσχηματικό μείγμα-λίφτινγκ «κοινωνικής ανακούφισης», αριστερού εθνομηδενισμού και άλλων φιλελεύθερων μέτρων.
Αυτό που διακυβεύεται, όμως, είναι και κάτι πολύ ευρύτερο. Γιατί τα τελευταία δέκα, δεκαπέντε χρόνια, έπειτα από μεγάλες ιδεολογικές διαμάχες, όπως ήταν το Σχέδιο Ανάν και τα σχολικά βιβλία της ιστορίας, αλλά και τις σαρωτικές πολιτικο-κοινωνικές εξελίξεις, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού χειραφετήθηκε τόσο από τον δικομματισμό, όσο και ευρύτερα από τη μεταπολιτευτική διαίρεση της αριστεράς και της δεξιάς. Τούτο κατέδειξαν, στρεβλώς και ατελώς, βέβαια, οι πλατείες των Αγανακτισμένων και τα λοιπά κινήματα των τελευταίων χρόνων: Ένα διάχυτο αίτημα για τη σύνθεση του πατριωτισμού, του κοινωνικού ριζοσπαστισμού, της απαίτησης για δημοκρατία σ’ ένα πολιτικό μέτωπο, που παραμένει το ζητούμενο.
Εξάλλου, είναι σαφής και δεδομένη η συντριπτική κοινωνική αντίθεση με τα μνημόνια –εκδηλώθηκε άλλωστε στο δημοψήφισμα της Θεσσαλονίκης για το νερό. Ακόμα και αυτοί που ψηφίζουν Σαμαρά, στην πλειοψηφία τους, πέραν του τουριστικού κεφαλαίου και άλλων επιχειρηματικών δυνάμεων που κερδίζουν από τη μεταβολή της χώρας μας σε γκέτο αποικίας χρέους, δεν είναι μνημονιακοί, αλλά τρομαγμένοι.
Έτσι, η ανασύσταση του διπολισμού στη βάση της διαίρεσης αριστερά-δεξιά δημιουργεί ένα ρήγμα σε λάθος θέση –καθώς αποτυγχάνει να συσπειρώσει το μέγιστο της αντιμνημονιακής εθνικής ενότητας. Και επιπλέον μεταβάλλει όλον τον κόσμο, που καλόπιστα παρασύρεται από τις σειρήνες του «πόλου της ελπίδας», σε πρώτη ύλη για την παλινόρθωση του κοκκινοπράσινου εκσυγχρονιστικού ήλιου. Με λίγα λόγια, η αριστερή ενότητα, επειδή είναι ενότητα σε λάθος βάση, οδηγεί σε συμπαράταξη με τα «αριστερά αφεντικά». Και επειδή αξιώνει να μονοπωλήσει την εκπροσώπηση του «αντιμνημονιακού χώρου», τον απειλεί και αυτόν με ενσωμάτωση, ιδιαίτερα αν κάνει την κωλοτούμπα που φαίνεται ολοένα και πιο πιθανή σε ό,τι αφορά στη διαπραγμάτευση με τη γερμανική Ευρώπη.
Κάποιος θα πει ότι προτρέχουμε. Μπορεί. Ήδη όμως, ο σύμβουλος του Σημίτη είναι επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο επικρατείας, ο κεντροαριστερός ΔΟΛ πήδηξε στο τρένο του αριστερού κυβερνητισμού και η «αριστερή ενότητα» του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει ολοένα και περισσότερο το Ολαρία-Ολαρά του Σαββόπουλου: Ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίπη, ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά/ ο γραμματέας μαζί με τον αλήτη κι η παρθένα με τον σατανά.
Πηγή : Άρδην
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου