Σε «στραγγαλισμό» της παραγωγικής βάσης της εγχώριας οικονομίας οδηγούν τα capital controls, η παρατεταμένη πιστωτική ανομβρία και η άνευ προηγουμένου ύφεση. Ουσιαστικά, οι επιχειρήσεις προσπαθούν να επιβιώσουν χωρίς τραπεζικό σύστημα καθώς η διαφορά μεταξύ καταθέσεων (122 δισ. ευρώ) και δανείων (201 δισ. ευρώ) δημιουργεί ένα κενό 80 δισ. ευρώ, καθιστώντας αδύνατη την ουσιαστική χρηματοδότηση της οικονομίας.
Την ώρα που για οποιαδήποτε συναλλαγή με ξένες επιχειρήσεις (αγορά μηχανημάτων, πρώτων υλών κ.ο.κ.) οι εγχώριες επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρού και μεσαίου μεγέθους, πρέπει να προπληρώνουν τους ξένους προμηθευτές, είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εξασφαλίσουν από τράπεζα κεφάλαια κίνησης. Ακόμα και οι λίγες που το καταφέρνουν, επιβαρύνονται με δυσανάλογα υψηλά επιτόκια, με τελικό αποτέλεσμα οι μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες να λειτουργούν με απόλυτο ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των –λίγων– μεγάλων εγχώριων επιχειρήσεων και των ξένων πολυεθνικών. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί η υπερφορολόγηση, το έλλειμμα αξιoπιστίας και οι επιπτώσεις της γραφειοκρατίας, που εκτοξεύουν το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα.
Αγώνας επιβίωσης
Eνα και πλέον χρόνο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών, εκατοντάδες επιχειρήσεις –κυρίως μικρές και μεσαίες– έχουν τερματίσει τη λειτουργία τους, με τη ζοφερή κατάσταση να αποτυπώνεται ανάγλυφα στα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα: σε ένα σύνολο δανείων ύψους 200 δισ. ευρώ, τα μη εξυπηρετούμενα ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ. Oσες επιχειρήσεις δεν έκλεισαν αγωνίζονται για να καταφέρουν να επιβιώσουν. Σε καλύτερη κατάσταση βρίσκονται όσες έχουν σημαντικές εξαγωγές, οι μεγάλου μεγέθους εγχώριες εταιρείες και οι ξένες πολυεθνικές, οι οποίες εκμεταλλευόμενες την ισχυρή τους θέση έχουν αυξήσει θεαματικά τα μερίδιά τους σε όλες τις κατηγορίες της αγοράς εις βάρος των ελληνικών επιχειρήσεων. Στην πιο αδύναμη θέση βρίσκονται οι μικρές και μεσαίες εγχώριες επιχειρήσεις, με εξαίρεση μόνο όσες μετέφεραν την έδρα τους στη Βουλγαρία εξασφαλίζοντας πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα της γειτονικής χώρας, το οποίο βρίσκεται σε εξαιρετικά εύρωστη κατάσταση, αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό της ελληνικής κρίσης.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη οι ξένες πολυεθνικές, με πρόσβαση σε άφθονη και φτηνή χρηματοδότηση και με την υποστήριξη των μητρικών ομίλων, ενισχύουν δραστικά τα μερίδιά τους στην αγορά εις βάρος των ελληνικών επιχειρήσεων. Αναφέρουν χαρακτηριστικά την περίπτωση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, μιας ελληνικής εταιρείας η οποία υποχρεώθηκε σε απότομο τέλος εξαιτίας της επιβολής των capital controls το περασμένο καλοκαίρι. Με το που επιβλήθηκαν, η εταιρεία έπρεπε να προπληρώνει τις ηλεκτρικές συσκευές και τα είδη που εισήγε από το εξωτερικό ενώ παράλληλα οι πιστωτικές γραμμές περιορίστηκαν. Αντίθετα, αλυσίδες όπως η γερμανική Media Markt και ο Κωτσόβολος, που ελέγχεται από τη βρετανική Dixons, δεν αντιμετώπισαν το παραμικρό πρόβλημα από την επιβολή των περιορισμών καθώς είχαν την υποστήριξη των μητρικών πολυεθνικών ομίλων. Eτσι το κλείσιμο της Ηλεκτρονική Αθηνών αποτέλεσε μια καλή επιχειρηματική ευκαιρία για τις δύο πολυεθνικές που απορρόφησαν γρήγορα το μερίδιό της.
Η κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας της χώρας αποτυπώνεται ανάγλυφα στα στοιχεία του Institute for Management Development (IMD). Συγκεκριμένα, το 2015 η ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας υποχώρησε κατά 6 θέσεις διολισθαίνοντας στην 56η θέση από την 50ή το 2014, σε σύνολο 61 χωρών, την οποία κατείχε κατά την περσινή χρονιά. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την υποκατηγορία «Επιχειρηματική Αποτελεσματικότητα», η ανταγωνιστικότητα της χώρας υποχώρησε κατά 14 θέσεις καταλαμβάνοντας την 57η θέση από 43η το 2014. Είναι σοκαριστικό αλλά και χαρακτηριστικό της κατάστασης που βρίσκεται η χώρα μας ότι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι οριακά υψηλότερη από αυτή της Βραζιλίας, όπου επικρατεί κοινωνική αναταραχή, της εμπόλεμης Ουκρανίας και της Βενεζουέλας που καταλαμβάνει την τελευταία θέση (61η).
Σύμφωνα με εκτιμήσεις οικονομολόγων, η συνεχιζόμενη χαμηλή πτήση της οικονομίας, η οποία παραμένει σε ύφεση, και οι συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας οδηγούν σε περαιτέρω εξασθένηση των επιχειρήσεων, κάτι που αποτυπώνεται στη συνεχιζόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου